Την ενεργή αναδιάταξη του χώρου του Κέντρου της Κεντροαριστεράς επιδιώκει ο πλέον ο Αλέξης Τσίπρας, σε μια προσπάθεια ανασύνθεσης του χώρου που κατακερματίστηκε εξαιτίας της Συμφωνίας των Πρεσπών, προκαλώντας όμως αντιδράσεις τόσο από το ΚΙΝ.ΑΛ, που εξελίσσεται σε πολιτικό “σκαντζόχοιρο”, όσο και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, όπου ο πυρήνας νιώθει αποκομμένος και ποδηγετούμενος από το Μαξίμου. Δυνητικά μάλιστα, τα μέτωπα αυτά θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την σύγκλιση σε επίπεδο κορυφής, μέσω της αδρανοποίησης μηχανισμών που θα την επεκτείνουν στη βάση.
Η κινητικότητα εστιάζεται για την ώρα σε ευρωπαϊκό και υψηλό πολιτικό επίπεδο, όπου σμιλεύονται από καιρό θέσεις και προλειαίνεται το έδαφος για προγραμματικές και ιδεολογικές συγκλίσεις, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της απειλής της ακροδεξιάς και της διαμόρφωσης ενιαίας μεταρρυθμιστικής ατζέντας για την Ευρώπη.
Συνεπώς, η πρώτη δοκιμασία για το μέτωπο αυτό θα είναι στις ευρωεκλογές, όπου συζητάται ήδη η διαμόρφωση ενιαίου ευρωπαϊκού ψηφοδελτίου με τη σύμπραξη αριστεράς και σοσιαλδημοκρατίας. Αν τελικά αυτό το εγχείρημα ευοδωθεί και σε συνδυασμό με τις συγκλίσεις στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τότε διαμορφώνονται οι συνθήκες για την ανασύνθεση της κεντροαριστεράς, σε κεντρικό επίπεδο.
Στο εσωτερικό, όμως, η στάση του Κινήματος Αλλαγής, ως μείζονος εκφραστή της Κεντροαριστεράς, είναι εχθρική απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς από τη μια προασπίζει τον πολιτικό χώρο και το κοινωνικό του έρεισμα, ενώ παράλληλα αναζητά συμμαχίες στις οποίες δεν θα αμφισβητείται εύκολα η συνοχή. Η συγκρουσιακή αυτή προδιάθεση, φαίνεται ότι ευνοεί το σενάριο του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος επιχειρεί, εκμεταλλευόμενος την επιτακτική ανάγκη επιβίωσης των παραγόντων που εγκατέλειψαν το ΚΙΝ.ΑΛ και την ευρωπαϊκή δυναμική, να αποξενώσει το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ από τα δυναμικά πολιτικά στελέχη του, εξωθώντας τον σχηματισμό στην κεντροδεξιά.
Οι σχεδιασμοί αυτοί διευκολύνονται από τις ισορροπίες που έχουν ήδη επιτευχθεί στο εξωτερικό καθώς τα ανοίγματα που έχει επιχειρήσει ο Αλέξης Τσίπρας προς τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, έχουν αποδώσει καρπούς, όπως πιστοποιείται από τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν κορυφαία στελέχη της Σοσιαλδημοκρατίας.
Μπορεί λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα να μη διαθέτει ολοκληρωμένο θεσμικό συνομιλητή στο χώρο του κέντρου, αλλά αυτός είναι πολύ πιθανό να οικοδομηθεί μέσα από διεργασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες εφόσον εκπληρωθούν, μπορούν να δημιουργήσουν δυναμική ανασύνταξης του κατακερματισμένου χώρου, αριστερά του ΚΙΝ.ΑΛ. Η προοπτική αυτή, όμως, αποτελεί εν δυνάμει πλήγμα για τη Φώφη Γεννηματά, η οποία αντιλαμβάνεται τις διεργασίες ως κινήσεις αμφισβήτησης του χώρου που κατέχει και αντιδρά φοβικά, επιτιθέμενη πολυμέτωπα στον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση, προσεγγίζοντας τη γραμμή της Νέας Δημοκρατίας.
Υπ’ αυτό το πρίσμα η αποχώρηση Ποταμιού και ΔΗΜΑΡ από το ΚΙΝ.ΑΛ και η επιβεβαίωση του ανοιχτού διαύλου μεταξύ τους, καθώς και οι συζητήσεις του -στηριζόμενου από το ΚΝ.ΑΛ- Παύλου Γερουλάνου με τον υποστηριζόμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ, Νάσου Ηλιόπουλου, στο Δήμο της Αθήνας, αποτελούν δυνάμεις που θα μπορούσαν να συνδιαμορφώσουν το νέο σώμα στο χώρο του κέντρου, υπό την κάλυψη και με τη στήριξη ευρωπαϊκών παραγόντων.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, όμως, το ΚΙΝ.ΑΛ εξωθείται στο Κέντρο και προς τα Δεξιά, χώρος που καθορίζεται από τη θέση που υιοθέτηση στη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά διαχέεται στην κοινωνία μέσα από τη σκληρή αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις ρήξεις με το Ποτάμι και τη ΔΗΜΑΡ. Έτσι, το ΚΙΝ.ΑΛ, που στην πραγματικότητα έχει εξελιχθεί σε “ΠΑΣΟΚ+”, κινδυνεύει να χάσει πολιτικά ερείσματα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την κοινωνική του βάση.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και το σενάριο φαίνεται πολιτικά ευνοϊκό και ενδεχομένως ρεαλιστικό, εν τούτοις, κινδυνεύει να δημιουργήσει νέα ρήγματα στο εσωτερικό, τα οποία ακόμα και αν παραμείνουν σε υπολανθάνουσα κατάσταση, θα αποδυναμώσουν τον πυρήνα, υπονομεύοντας ενδεχομένως τη λειτουργικότητα του μηχανισμού.
Το εγχείρημα, φαίνεται ότι έχει δρομολογηθεί από καιρό, όταν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ διοργάνωνε εκδήλωση στην Αθήνα για τον σχηματισμό ενιαίου προοδευτικού μετώπου, την οποία χαιρέτισε, τότε, ο πρωθυπουργός και άλλα επιφανή στελέχη της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και την ΕΕ. Εν συνεχεία ήταν ο πρόεδρος της Ευρωομάδας των Σοσιαλιστών, Ούντο Μπούλμαν που ανέλαβε πρωτοβουλίες και επ’ αφορμής της σύγκλισης στο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Τώρα, μείζον ζήτημα που θα κρίνει τη βιωσιμότητα του σεναρίου, είναι ο χρόνος υλοποίησής του, καθώς απαιτούνται ακόμα αρκετές διεργασίες ώστε να προωθηθεί και να εμπεδωθεί στην κοινωνία. Τούτων δοθέντων, ήδη προετοιμάζονται εκδηλώσεις και παρεμβάσεις που θα θέσουν το έδαφος στην Ελλάδα για μια συμφωνία κορυφής των προοδευτικών δυνάμεων, δημιουργώντας έναν πόλο που θα προσελκύσει στην ουσία, τους αποχωρήσαντες από το εγχείρημα του ΚΙΝ.ΑΛ.
Ωστόσο, η έλλειψη κομματικής κινητικότητας και πυρηνικών διεργασιών στον ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποδειχθεί τροχοπέδη για την υλοποίηση του σεναρίου, καθώς ο σκεπτικισμός, όταν προέρχεται εκ των έσω, δρα ανασταλτικά, αδρανοποιώντας δυνάμεις και αποδυναμώνοντας την πολιτική βούληση.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, το ρόλο του καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων, θα μπορούσε να παίξει ο Γιώργος Παπανδρέου, επιλέγοντας, όχι απριόρι, αλλά την κρίσιμη ώρα, με ποιούς θα συνταχθεί και βάζοντας την τελευταία πινελιά στην επαναχάραξη του πολιτικού χάρτη.