Επιστολή προς τον πρόεδρο της Βουλής, με την οποία ζητά να μην προχωρήσουν οι διαδικασίες αναθεώρησης του κανονισμού της βουλής για τα κόμματα, έστειλε ο πρωθυπουργός, επιχειρώντας παράλληλα να στείλει μηνύματα προς πολλαπλούς αποδέκτες.
Η επιστολή, γραμμένη σε προσωπικό ύφος και τόνο και αποπνέει ένταση και αποκαλύπτει εκνευρισμό, είναι ενδεικτική του κλίματος που δημιουργήθηκε τις τελευταίες ημέρες και της διάθεσης του Αλέξη Τσίπρα να επιβάλλει την πολιτική του κυριαρχία, μια μέρα πριν την επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη.
Η επιστολή του κ. Τσίπρας προς τον κ. Βούτση εστάλη λίγες ώρες πριν από τη συνεδρίαση της Επιτροπής του Κανονισμού της Βουλής, με αντικείμενο την εξέταση της πρότασης του προέδρου της Βουλής για την τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού, η οποία προκάλεσε την αντίδραση κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Πολιτικά, ο πρωθυπουργός, θέλει να καταστήσει σαφές ότι δεν “εκβιάζεται”, κάτι που αναφέρει σε δύο παραγράφους, να εμφανιστεί θιγμένος και παράλληλα, ως πολιτικός κυρίαρχος να καθαρίσει την ατμόσφαιρα.
Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ανάγνωση της επιστολής αναδεικνύει διατυπώσεις οι οποίες, όμως, αποτελούν παραβίαση του πρωτοκόλλου, μεταξύ του πρωθυπουργού και του προέδρου της Βουλής, ως προς το θεσμικό ρόλο και την ανεξαρτησία του δεύτερου. Τα σημεία αυτά, αναμένεται να εκμεταλλευθεί η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία έχει θέσει στο στόχαστρο τον Νίκο Βούτση, τον οποίο κατηγορεί ως “κομματικό πρόεδρο”. Τον ισχυρισμό αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι υποστηρίζουν οι “προστακτικές” και “κηδεμονικές” εκφράσεις της επιστολής του πρωθυπουργού.
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή του Πρωθυπουργού:
«Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Θα θυμάστε ότι κατά την πρόσφατη επικοινωνία μας την προηγούμενη εβδομάδα σας εξέφρασα τον προβληματισμό μου για τον πολιτικό και κανονιστικό ανορθολογισμό σε σχέση με κόμματα που εκλέγονται στο κοινοβούλιο με την ψήφο του ελληνικού λαού, αλλά στην πορεία χάνουν τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών και ως εκ τούτου το δικαίωμα να συγκροτούν κοινοβουλευτική ομάδα.
Και ο ανορθολογισμός έγκειται στο γεγονός ότι ο ίδιος ο νόμος ορίζει ότι ανεξάρτητα από τον αριθμό των βουλευτών, ο χρόνος προβολής των κομμάτων από το ΕΣΡ, αλλά και η κρατική χρηματοδότηση παραμένει – και ορθώς – ίδια, σε συνάρτηση με την λαϊκή ψήφο, ενώ στο κοινοβούλιο οι αρχηγοί των κομμάτων αυτών χάνουν προνόμια, μεταξύ των οποίων και το χρόνο ομιλίας τους κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Κατόπιν της συζήτησης μας και αφού συμμεριστήκατε τις σκέψεις μου, ορθά αναλάβατε την πρωτοβουλία να συζητήσετε με τους εκπροσώπους των κομμάτων το ζήτημα αυτό, προκειμένου να βρεθεί η ευρεία συναίνεση που απαιτείται για τη σχετική διόρθωση του εν λόγω ανορθολογισμού.
Με έκπληξη, όμως, παρατηρώ τις τελευταίες ημέρες, κυρίως τη μείζονα αντιπολίτευση, αλλά και αλλά κόμματα της αντιπολίτευσης μαζί με μερίδα μέσων ενημέρωσης να αντιμετωπίζουν με απίστευτη επιθετικότητα μια εύλογη δημοκρατική ευαισθησία. Και να φτάνουν μάλιστα στο σημείο ορισμένοι να επιχειρηματολογούν και να παρουσιάζουν τον Πρωθυπουργό ως δήθεν εκβιαζόμενο.
Κατόπιν τούτων και δεδομένου ότι εκβιαζόμενος δεν υπήρξα ποτέ και από κανέναν, και δεδομένου ότι δεν επιθυμώ να επιτρέψω σε κανέναν να αξιοποιεί τη δημοκρατική μου ευαισθησία για να με συκοφαντεί, σας ζήτω να μην αναλάβετε καμία πρωτοβουλία για αλλαγή του ισχύοντος κανονισμού, ούτε κατά ένα σημείο στίξης.
Και για οποιαδήποτε αμφισημία του ισχύοντος κανονισμού σας παρακαλώ όπως προστρέξετε στη γνωμοδότηση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής.