Την πολιτική, διπλωματική και επικοινωνιακή ατζέντα ανατρέπει η ανακοίνωση της συνάντησης του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα με τον Τούρκο πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, την ερχόμενη Τρίτη 5 Φεβρουαρίου στην Κωνσταντινούπολη, καθώς προσδιορίστηκε -όπως είχε εξαγγελθεί- στις αρχές του μήνα, μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποδεικνύοντας ότι τα εθνικά θέματα, θα παραμείνουν στο προσκήνιο.
Ακόμα βέβαια πολλά πράγματα παραμένουν θολά και ασαφή, καθώς η ατζέντα των επαφών Τσίπρα-Ερντογάν δεν έχει ανακοινωθεί επισήμως -ούτε και αναμένεται, καθώς οι δύο ηγέτες έχουν διαφορετικά ζητήματα και προτεραιότητες, αλλά οι ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή από τη Συρία και το Ιράκ, μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και το προσφυγικό καθιστούν επιτακτική τη συνάντηση, ακόμα και για τον προσδιορισμό των διαφωνιών και των “κανόνων εμπλοκής”.
Καταλυτικός παράγοντας που επιβάλλει τη συνάντηση και την ενεργοποίηση διαδικασίας συνεννόησης σε διμερές επίπεδο, για ευρύτερα ζητήματα, είναι η αποχώρηση του Αμερικανού βοηθού υπουργού Εξωτερικών, Γουές Μίτσελ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τις Ευρασιατικές υποθέσεις. Ο Μίτσελ ήταν αυτός που επέμεινε στην ανάγκη να στενότερης συνεργασίας ΗΠΑ-Κύπρου, διαμόρφωσε ατζέντα και οδικό χάρτη, που οδήγησαν στις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, παρά τις αντιδράσεις της Άγκυρας και στην έναρξη της διαδικασίας σταδιακής άρσης του εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία.
Με τη θέση κενή, οι αβεβαιότητες πυκνώνουν, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι η Άγκυρα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το κενό εξουσίας για να δημιουργήσει τετελεσμένα, ενώ παράλληλα συνεχίζει, έντονα, να “πολιορκεί” παράγοντες της αμερικανικής διπλωματίας στην Ουάσιγκτον, εργαλειοποιώντας -μεταξύ άλλων- και την υπόθεση Κασόγκι.
Η Τουρκία, θέλει να θέσει επί τάπητος και σε συνάρτηση με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου, με τρόπο μάλιστα που θα υπονομεύονται τα πολυμερή σχήματα συνεργασίας που διαμορφώνονται στην περιοχή, τόσο για την ασφάλεια, όσο και για την οικονομική συνεργασία.
Για την ώρα τα media σε Ελλάδα και Τουρκία επικεντρώνουν σχεδόν εμμονικά στην επέτειο των Ιμίων και στις προαναγγελθείσες στρατιωτικές ασκήσεις στο Αιγαίο, υποβαθμίζοντας άλλα ποιοτικά στοιχεία, που αναδεικνύουν τον πολύπλευρο και πολυεπίπεδο χαρακτήρα των πιέσεων που ασκεί η Άγκυρα σε Αθήνα και Λευκωσία και τα μηνύματα που στέλνει σε Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες.
Τα στοιχεία, αυτά, όμως δεν μπορεί να τα παραβλέψει η διπλωματία, καθώς συνδυάζονται με κορυφαία γεγονότα και στιγμές. Έτσι, ενώ οι παραβιάσεις θεωρούνται υπόθεση ρουτίνας, οι υπερπτήσεις αποτελούν μορφή πρόκλησης, στοχευμένη για να τραβήξει την προσοχή του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, καθώς είναι το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται ο ίδιος μετά από κάθε συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο. Αντιστοίχως, οι εμπλοκές δείχνουν διάθεση κλιμάκωσης σε άλλο επίπεδο, ενώ η αύξηση μεταναστευτικών ροών κυρίως από τον Έβρο και δευτερευόντως από τα νησιά, αποτελούν μήνυμα προς την ΕΕ, καθώς η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας καλύπτει μόνο τις προσφυγικές ροές, ήτοι όσους προέρχονται από τη Συρία και όχι από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και άλλες περιοχές, που έχουν προβλήματα αλλά δεν χαρακτηρίζονται εμπόλεμες.
Επίσης, ο “υβριδικός πόλεμος” μέσω προπαγάνδας και διαρροών στα media αποτελεί μια ακόμη πρόκληση που δείχνει τη διεύρυνση του μετώπου από τουρκικής πλευράς, καθώς στο παρελθόν σε τεταμένες πολιτικά στιγμές για την Ελλάδα, η κυβέρνηση έχει δεχθεί πυρά από τα media και την αντιπολίτευση, τα οποία βασίζονταν στην τουρκική παραπληροφόρηση. Συνεπώς, η κίνηση αυτή, με τα δημοσιεύματα για τουρκική απόβαση στα Ίμια, αποτελούν οιονεί προσπάθεια εμπλοκής της Τουρκίας στα εσωτερικά της Ελλάδας, πρόκληση ακόμα μεγαλύτερου μεγέθους, που υπογραμμίζει τη νευρικότητα της Άγκυρας.
Πολιτικά, η επιλογή της συνάντησης στην Κωνσταντινούπολη, αντί της επίσημης επίσκεψης στην Άγκυρα, από ελληνικής πλευράς, δείχνει τη διάθεση να μείνουν ανοιχτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, προς αποφυγή επεισοδίων, αλλά παράλληλα υποδηλώνει ότι οι συνθήκες για την ανταπόδοση της επίσημης επίσκεψης δεν έχουν διαμορφωθεί, ακόμα.
Στρατηγικά, η επίσκεψη, που είχε εξαγγελθεί ότι θα πραγματοποιούνταν αρχές Φεβρουαρίου, επιβεβαιώνεται, με στόχο να “εξουδετερώσει” την κρίσιμη περίοδο της επετείου των Ιμίων, στα τέλη Ιανουαρίου, εντάσσοντας τη χαμηλή προκλητικότητα, στο πλαίσιο των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Γεωπολιτικά, η συνάντηση Τσίπρα-Ερντογάν, έρχεται μετά την επίτευξη των στόχων για την πρόοδο στα πολυμερή σχήματα και τους αγωγούς και ενώ το προσφυγικό αναδεικνύεται, εκ νέου, σε μείζον πρόβλημα στην ΕΕ. Αυτό δείχνει ότι διπλωματικά ο Αλέξης Τσίπρας θα δράσει ως εκπρόσωπος της ΕΕ για το συγκεκριμένο θέμα, διατηρώντας εκτός τραπεζιού τα ενεργειακά, τα οποία εφόσον θα τα θέσει ο Ερντογάν, θα προσκομίσει προτάσεις. Με τον τον Ευρωστρατό, όμως, προ των πυλών και την αναβάθμιση της Frontex δρομολογημένη, τα περιθώρια συζητήσεων με την Τουρκία στενεύουν, αναγκάζοντας τον Ταγίπ Ερντογάν σε πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση διατηρεί, εν τω μεταξύ, χαμηλούς τόνους εστιάζοντας στην προσεκτική διαχείριση πληροφοριών και προκλήσεων, έτσι ώστε να διατηρήσει το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, το οποίο αντλεί από την ίδια την τουρκική νευρικότητα, έναντι των πολλών εν εξελίξει διεργασιών στις οποίες δεν συμμετέχει.
Ανάμεσα στις διαρροές που έγιναν χθες από την πλευρά της Άγκυρας, αναφέρεται η πρόσκληση του υπουργού Εθνικής Αμυνας Χουλουσί Ακάρ, προς τον Έλληνα ομόλογό του Ευάγγελο Αποστολάκη να επισκεφθεί την Τουρκία. Η πρόσκληση περιλαμβανόταν στη συγχαρητήρια επιστολή, επ’ ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων του κ. Αποστολάκη.
Από το ελληνικό υπουργείο Εθνικής Άμυνας, δεν επιβεβαιώνεται μια τέτοια πρόσκληση, αλλά ήδη η συνάντηση των δύο υπουργών δρομολογήθηκε για τις 5 Φεβρουαρίου, καθώς θα συνοδεύουν τους ηγέτες των χωρών τους, στην Κωνσταντινούπολη.