Η κατάσταση στη Βενεζουέλα εκτραχύνεται μέρα, με τη μέρα, καθώς η ενεργοποίηση τρίτων χωρών στο εσωτερικό μέτωπο αναζωπύρωσε μέτωπα και άνοιξε νέα, παρέχοντας την αίσθηση εξασφάλισης στην αντιπολίτευση, ότι τελικά θα επικρατήσει, με αποτέλεσμα πιο βίαιες ταραχές και συγκρούσεις, με περισσότερους νεκρούς.
Ωστόσο, η ειδησεογραφική προσήλωση στο εσωτερικό μέτωπο προσφέρει μονόπλευρη αντίληψη της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί. Η κρίση στη Βενεζουέλα εξελίσσεται ήδη για τρία χρόνια και ενώ τα συμπτώματά της επηρεάζουν κυρίως τη ζωή στο εσωτερικό, τα αίτιά της έχουν διεθνή χαρακτήρα, ενώ τα κατά καιρούς ξεσπάσματα αποτελούν, συνήθως αντανάκλαση ευρύτερων γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων και ανταγωνισμών.
Έτσι, έξι ημέρες μετά την αυτοανακήρυξη του προέδρου του Κοινοβουλίου σε μεταβατικό πρόεδρο της Βενεζουέλας και την αναγνώρισή του από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, το Ισραήλ και πολλές χώρες της Νοτίου Αμερικής, ο Νικολάς Μαδούρο παραμένει στη θέση του, ελέγχοντας τον στρατό. Διεθνώς, ο Μαδούρο στηρίζεται τη Ρωσία, την Κίνα και την Τουρκία. Φίλα διακείμενη στο αμφισβητούμενο και αμφιλεγόμενο καθεστώς Μαδούρο είναι και η Ελλάδα, ενώ διαιρεμένη, επί του θέματος, είναι η ιταλική κυβέρνηση.
Όπως έχει επισημάνει εγκαίρως το Crisis Monitor, το τελευταίο ξέσπασμα της κρίσης στη Βενεζουέλα, δεν αφορά την ίδια τη χώρα, αλλά τη σχέση με της με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, καθώς η Ρωσία, μετά την προτελευταία κρίση, ανέλαβε τη διαχείριση των αποθεμάτων και παραγωγής πετρελαίου της χώρας. Με τον τρόπο αυτό ο Βλάντιμιρ Πούτιν απέκτησε λόγο στο τραπέζι του ΟΠΕΚ, ενώ παράλληλα η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου, εκτός ΟΠΕΚ. Διαχειριζόμενη όμως το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της Βενεζουέλας και του Ιράν, η Μόσχα δεν αποκτά απλά λόγο, αλλά καθίσταται καταλυτικά ισχυρός παίχτης, τη στιγμή που ΗΠΑ επιχειρούν να αυξήσουν το διεθνές αποτύπωμά τους στο εμπόριο πετρελαίου και φυσικού αερίου, με την εμπέδωση του νέου γεωοικονομικού δόγματος της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.
Ωστόσο, η Ρωσία, αντιστέκεται σθεναρά σε αυτή την προοπτική, κυρίως μέσω της Συρίας, όπου ελέγχει τις εξελίξεις και εν συνεχεία μέσω της Τουρκίας, η οποία παίζει το ρόλο του διεθνούς ταραξία, επιχειρώντας να παρεμποδίσει την εμπέδωση του νέου πλέγματος ισορροπιών, καθώς, επίσης, απομειώνει τον δικό της ρόλο στην περιοχή.
Συνεπώς, η κατάσταση που δημιουργείται στη Βενεζουέλα, έχει αποτελεί αντανάκλαση του ανταγωνισμού στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, με επίκεντρο την ενέργεια.
O Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι «θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ το βάρος της οικονομικής και διπλωματικής δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών για να πιέσει για την αποκατάσταση της δημοκρατίας της Βενεζουέλας», τομέα που θα έβλαπτε περισσότερο την κυβέρνηση Μαδούρο: το πετρέλαιο.
Παρά τις μακροχρόνιες εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν ο σημαντικότερος εξαγωγικός εταίρος της Βενεζουέλας. Το 2017, οι ΗΠΑ εισήγαγαν πάνω από 600 χιλιάδες βαρέλια ημερησίως αργού πετρελαίου από τη Βενεζουέλα, αποδίδοντας 12 δισεκατομμύρια δολάρια στην χώρα που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα αργού πετρελαίου στον κόσμο. Παρόλο που τα χρήματα αυτά χρηματοδοτούν άμεσα την κυβέρνηση Maduro μέσω της κρατικής PDVSA, ένα πλήρες εμπάργκο των ΗΠΑ στο πετρέλαιο της Βενεζουέλας θεωρείται απίθανο, καθώς θα πλήξει τον λαό της χώρας εξίσου σκληρά με την αμφιλεγόμενη κυβέρνησή του, ενώ θα αναγκάσει τις ΗΠΑ σε αναδιάταξη των εισαγωγών, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει αυξήσεις τιμών.
Από την άλλη πλευρά, ο Νικολάς Μαδούρο κατηγόρησε τη Δευτέρα τις ΗΠΑ ότι προσπαθούν να αποκτήσουν τον έλεγχο της Citgo, του διυλιστηρίου που λειτουργεί στις ΗΠΑ, αλλά είναι θυγατρική της δημόσιας επιχείρησης πετρελαίου PdVSA, προαναγγέλλοντας ότι το Καράκας θα προσφύγει στη Δικαιοσύνη, μετά τις σαρωτικές κυρώσεις που επέβαλε η Ουάσιγκτον σε βάρος του ομίλου.
«Έδωσα συγκεκριμένες οδηγίες στον πρόεδρο της PdVSA για να αρχίσει πολιτικές, επιχειρησιακές, εμπορικές και νομικές ενέργειες, ενώπιον των αμερικανικών και διεθνών δικαστηρίων, για να υπερασπιστεί την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά στοιχεία και τα συμφέροντα της Citgo»,
ανέφερε ο Μαδούρο.
«Οι ΗΠΑ (…) αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της κλοπής της Citgo από τη Βενεζουέλα»,
συμπλήρωσε ο πρόεδρος, αφού υποδέχθηκε διπλωμάτες που επέστρεψαν από την Ουάσιγκτον μετά την απόφαση του να διακόψει τις σχέσεις του Καράκας με τις ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, που έχει αναγνωρίσει ως τον νόμιμο αρχηγό του κράτους της Βενεζουέλας τον αυτοανακηρυγμένο μεταβατικό πρόεδρο Χουάν Γκουαϊδό, ηγέτη της αντιπολίτευσης και πρόεδρο της Βουλής, δεν αποδέχεται τη διακοπή των διμερών διπλωματικών σχέσεων.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας ανατροπής του Μαδούρο, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν πολυάριθμες κυρώσεις στη χώρα σε μια προσπάθεια να περιορίσουν “στραγγαλίσουν” οικονομικά την κυβέρνηση και να διογκώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η κρίση στη Βενεζουέλα, όμως, δεν είναι μόνο πολιτική και οικονομική, αλλά και κοινωνική, καθώς οι παρατεταμένες ταραχές και οι ελλείψεις τροφίμων έχουν οδηγήσει τον κόσμο στην ανέχεια, προκαλώντας μεγάλα κύματα προσφύγων, τα οποία επιβαρύνουν τις γειτονικές χώρες.