Το συλλαλητήριο στο Σύνταγμα στόχο έχει την Συμφωνία των Πρεσπών και τους εκφραστές της, οι οποίοι -με πρώτο τον Αλέξη Τσίπρα- θα πληρώσουν το πολιτικό κόστος, δεν είναι όμως οι μόνοι που θα κάψουν πολιτικό κεφάλαιο. Οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται και εμπεδώνονται μέσα από δράσεις όπως το συλλαλητήριο και στο πλαίσιο του κλίματος πόλωσης, διευκολύνουν την ανάδειξη νέων δυνάμεων στον χώρο της πατριωτικής δεξιάς και επιτρέπουν σε εξωθεσμικά και ξένα κέντρα εξουσίας να τροφοδοτήσουν τάσεις και να επιβάλλουν πρόσωπα.
Οι προεκτάσεις αυτές, μπορεί να μην είναι εύκολα ορατές δια γυμνού οφθαλμού, είναι, όμως, ικανές να αναδιαμορφώσουν το πολιτικό σκηνικό και ιδιαίτερα τη Δεξιά. Σε αυτή την κατεύθυνση το συλλαλητήριο κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών που διοργανώνεται σήμερα στο Σύνταγμα, παίζει καθοριστικό ρόλο και στέλνει μήνυμα που διαφοροποιεί τις ενεργές δυνάμεις στο πολιτική σκηνικό.
Αν και ο Αλέξης Τσίπρας με τον ΣΥΡΙΖΑ θα επωμιστούν το πολιτικό κόστος για την προώθηση της λύσης, η τροπή που προσλαμβάνουν οι αντιδράσεις, αναδεικνύει έναν σχεδιασμό, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει στον δραστικό περιορισμό του πολιτικού χώρου της Νέας Δημοκρατίας, κατά τρόπο μάλιστα που θα την εξαναγκάσει σε νέα ακροδεξιά στροφή πριν από τις εκλογές.
Με δεδομένο ότι η Νέα Δημοκρατία επισήμως δεν εντάσσεται στους διοργανωτές της συγκέντρωσης, αλλά τα στελέχη της συμμετέχουν σε αυτή και καλούν πολίτες να ακολουθήσουν, είναι προφανές ότι εφαρμόζει πολιτική με στόχο να περιορίσει τις απώλειες, στις οποίες την εξαναγκάζει η πολιτική της θέση, να μην εναντιώνεται στο μείζον, δηλαδή στο όνομα, αλλά σε ελάσσονα θέματα της Συμφωνίας των Πρεσπών, ενώ παράλληλα επιχειρεί να αντιμετωπίσει εσωκομματικές διαιρέσεις, διαμορφώνοντας μια ενιαία θέση.
Ωστόσο, η στρατηγική αυτή της Νέας Δημοκρατίας κινδυνεύει από τους πιο ακραίους, όπως ο τέως υπουργός Άμυνας και πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Πάνος Καμμένος, ο οποίος με δημόσιες δηλώσεις του τάχθηκε υπέρ του συλλαλητηρίου και άλλων μορφών κοινωνικής και πολιτικής πάλης κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Επίσης, το κλίμα πόλωσης που δημιουργήθηκε, επ’ αφορμής της ανακίνησης του Σκοπιανού και πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, καθώς και στο πλαίσιο τις διάχυσης του ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας στην περιοχή των δυτικών Βαλκανίων, επέτρεψε, προώθησε και -όπως φαίνεται- συμβάλλει καθοριστικά και ενεργητικά στην εδραίωση νέων πολιτικών φορέων.
Ο οργασμός διεργασιών που ξεκίνησε αρκετά νωρίς στον χώρο της ακροδεξιάς, με στόχο τις “γκριζες ζώνες” στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και την πλαγιοκόπηση του ευρύτερου κοινού της Χρυσής Αυγής, έχει αρχίσει να παράγει πλέον αποτελέσματα. Η αρχική πανσπερμία, κινήσεων και οργανώσεων φαίνεται ότι περνά ήδη στο δεύτερο στάδιο των ζυμώσεων, βασιζόμενη στις αντιδράσεις για το Σκοπιανό και με πρώτο ορόσημο τις ευρωεκλογές.
Η ανάδυση των φιλορώσων
Από τη φιλολογία για την υποψηφιότητα του στρατηγού Φράγκου Φραγκούλη, που αναδείχθηκε σε προσωπικότητα του πρώτου συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη, μέχρι τον σχηματισμό νέου ακροδεξιού κόμματος με τη συμμετοχή του Γιώργου Καρατζαφέρη, του Παναγιώτη Μπαλτάκου και του Δημήτρη Καμμένου, διεξήχθησαν έντονες παρασκηνιακές διεργασίες, οι οποίες αρχικά υποστηρίχθηκαν και από εκκλησιαστικά κέντρα, τα οποία μετά τις απελάσεις Ρώσων διπλωματών και την προώθηση του επανακαθορισμού των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, αναγκάστηκαν σε αναδίπλωση. Παράλληλα, όμως, δυναμική ανέπτυξε ο Κυριάκος Βελόπουλος, ο οποίος ως πρόεδρος του κόμματος Ελληνική Λύση, αναδείχθηκε σε μείζονα εκφραστή του -ιδιαίτερα ισχυρού- φιλορωσισμού στην Ελλάδα. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσκοπήσεις, η “Ελληνική Λύση” φαίνεται να λαμβάνει από 1,8% έως 2,4%.
Το σκηνικό, όμως δύναται να μεταβάλλει άρδην, ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος από τη στάση χαλαρής αντίδρασης έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών, διολίσθησε σε σθεναρή αντιπαράθεση, αποσύροντας μάλιστα την εμπιστοσύνη του στην κυβέρνηση και διαφοροποιούμενος από τη Νέα Δημοκρατία, ως προς την πλήρη και καθολική αντίθεση στη χρήση του όρου Μακεδονία. Η ειδοποιός αυτή διαφορά, φαίνεται ότι θα αποτελέσει τη βάση για την πολιτική του συνεργασία με τον Κυριάκο Βελόπουλο, στις επερχόμενες εκλογές, είδηση η οποία έχει μεν δημοσιευθεί αλλά δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί, ούτε διαψευστεί.
Σε αυτά μάλιστα μπορούν να προστεθούν οι διαρκείς επιθέσεις του Πάνου Καμμένου, ως υπουργού Εθνικής Άμυνας, στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, για έλλειψη πληροφόρησης, που δείχνει ότι βρισκόταν εκτός του κύκλου διαχείρισης πληροφοριών του Μαξίμου.
Damage control από Τσίπρα και Μητσοτάκη
Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας, που προωθεί ενεργητικά τη Συμφωνία των Πρεσπών, όσο και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που αντιδρά, αλλά τύποις, καθώς αποδέχεται τη σύνθετη ονομασία, καλούνται τώρα να επωμιστούν το πολιτικό κόστος. Απέναντι σε αυτό, όμως κάθε πλευρά επιλέγει διαφορετικό μοντέλο διαχείρισης, απευθυνόμενη σε χώρους που μπορούν είτε να σταματήσουν την “αιμορραγία”, είτε/και να αναπληρώσουν απώλειες.
Ο Αλέξης Τσίπρας, εκμεταλλευόμενος την “αποκάλυψη” του πραγματικού προσώπου του κυβερνητικού του εταίρου, τον εξανάγκασε σε αποχώρηση, επισπεύδοντας το χρονοδιάγραμμα κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών. Με τον τρόπο αυτό θέλησε να επιταχύνει το χρόνο επώασης της διαδικασίας πολιτικών συγκλίσεων με την κεντροαριστερά. Κοινοβουλευτικά, όμως, οι ισορροπίες ήταν προκαθορισμένες και οι επιλογές περιορισμένες, με αποτέλεσμα να παραμείνει στην κυβέρνηση η Κατερίνα Παπακώστα και στελέχη των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία βασίστηκε επίσης σε βουλευτές προερχόμενους από τον Πάνο Καμμένο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιλαμβανόμενος ότι η ιδεολογική μετεξέλιξη της σκληρής και λαϊκής Δεξιάς σε σύγχρονη και φιλελεύθερη Δεξιά δεν μπορεί να αποδώσει άμεσα καρπούς, και υπό την πίεση της ακροδεξιάς, ακολούθησε τη ροή, διολισθαίνοντας σε ακόμα πιο συντηρητικές θέσεις και αντιδραστικές πολιτικές. Την πολιτική “έκπτωση” αυτή προσπάθησε να καλύψει απορροφώντας “ρετάλια” από το κέντρο και την κεντροαριστερά, ώστε να ντύσει την πολιτική με μανδύα αμφίπλευρης διεύρυνσης και να δημιουργήσει αίσθημα επίπλαστης πολιτικής ισορροπίας.
Η αντίδραση της Ευρώπης
Η ακροδεξιά όμως, δεν ενισχύεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, αναγκάζοντας την Κομισιόν να λάβει μέτρα αντιμετώπισης της απειλής, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις τα σχήματα που αναδεικνύονται υποστηρίζονται ή ακόμα και χρηματοδοτούνται από τρίτες χώρες, με στόχο την ενδυνάμωση ευρωφοβικών και τάσεων και εν συνεχεία την εμπέδωση φιλορωσικών. Μπροστά στην απειλή αυτή η ΕΕ έλαβε μέτρα ελέγχου της χρηματοδότησης, ζήτησε από τα κράτη μέλη ενεργητική πολιτική κατά του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος και κατά της διείσδυσης και αύξησης της επιρροής Ρών ολιγαρχών.
Τα μέτρα αυτά, όμως, δεν φαίνονται αρκετά για ανακόψουν εδραιωμένες τάσεις, με αποτέλεσμα σε περιοχές που τα συντηρητικά Δεξιά κόμματα απειλούνται, να υιοθετούν με ευκολία, για λόγους πολιτικής επιβίωσης, ακροδεξιά ατζέντα, ενώ έχουν ήδη καταγραφεί συνεργασίες δεξιών με ακροδεξιά κόμματα, όπως στις τοπικές εκλογές στην Ανδαλουσία στην Ισπανία, στη Βουλγαρία και την Αυστρία. Στην Ιταλία, μάλιστα και οι δύο κυβερνητικές δυνάμεις έχουν έντονο αντιευρωπαϊσμό, ενώ η Λέγκα, του Σαλβίνι, αναπτύσσει δημοσίως στενές σχέσεις με τη Μόσχα.