Η αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας, ώστε να απελευθερωθεί η δυναμική της οικονομίας και να διαμορφωθούν οι συνθήκες για την εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων, είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, που μόλις έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή και ήδη ετοιμάζεται για το “θρίλερ” της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Τη στιγμή που η προσοχή όλων είναι στραμμένη στις κοινοβουλευτικές και πολιτικές διεργασίες που πυροδοτούνται επ’ αφορμής του Σκοπιανού, στην Αθήνα βρέθηκε ο Ευρωπαίος επίτροπος, Πιερ Μοσκοβισιί, κομίζοντας μηνύματα της Κομισιόν για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και ενημερώνοντας για τις διαθέσεις εταίρων και πιστωτών.
Το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων, που έχει υποβαθμιστεί από την κυβέρνηση, καθώς καταναλώνει ακατάσχετα πολιτικό κεφάλαιο που δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει, ανάγεται σε κεφαλαιαώδες από τους πιστωτές της χώρας, δημιουργώντας αίσθηση προστριβών στις σχέσεις της Αθήνας με τους θεσμούς, στο πλαίσιο του υβριδικού προγράμματος μεταμνημονιακής παρακολούθησης της οικονομίας.
Τώρα, η κυβέρνηση καλείται να αντιπαρατεθεί με τον πολύπλοκο μεταμνηνιακό μηχανισμό διασφάλισης που εισήγαγε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, δίνοντας κλειδιά στον ESM για την τελική έγκριση δράσεων και αποφάσεων και την αποδέσμευση κονδυλίων.
Αυτό το στοίχημα, που τώρα μοιάζει δευτερεύον, είναι το κλειδί για την ουσιαστική αποκατάσταση της σταθερότητας στην Ελλάδα, η οποία είναι καταλυτική για την ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές, τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και την εκπλήρωση της διαπιστωμένης αναπτυξιακής δυναμικής. Η ελληνική κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο, δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας και τη δυνατότητα αυτοχρηματοδότησής των πλεονασμάτων, στρατηγική που οδηγεί, όμως, σε κόπωση και χωρίς την εισροή φρέσκου χρήματος έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα.
Τα ενεργειακά ζητήματα δημιουργούν έντονη κινητικότητα σε πολλά επίπεδα, ενώ οι διακρατικές συμφωνίες μπορούν να βοηθήσουν, από τη στιγμή που τεθούν όμως σε εφαρμογή, στάδιο όμως που απέχει αρκετά από την υπογραφή τους. Συνεπώς, η κυβέρνηση χρειάζεται να επιταχύνει τις επονομαζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως είθισται να λέγονται οι αποκρατικοποιήσεις.
Η ελληνική οικονομία είναι εύθραυστη, καθώς ακόμα βρίσκεται σε διαδικασία εξόδου από την κρίση και την πολυετή ύφεση, οι δομές είναι πληγωμένες, το κλίμα καχεκτικό και οι σύνθετες ισορροπίες και οι πολιτικές αναταράξεις επιδεινώνουν το ήδη βεβαρυμένο κλίμα.
Η Ευρώπη, από την πλευρά της, αν και επιζητεί την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας θέτει διαρκώς φραγμούς και προϋποθέσεις, οι οποίες όμως υποσκάπτουν την αναπτυξιακή προοπτική, καθώς απομακρύνουν επενδυτές και περιορίζουν τη ζήτηση για κρατικά ομόλογα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η περαιτέρω αυστηροποίηση του θεσμικού και κανονιστικού πλαισίου για τις ξένες επενδύσεις και ιδιαίτερα τις κινεζικές που προωθεί η Ευρώπη, απηχώντας τις ανησυχίες του Βερολίνου για τον κινεζικό οικονομικό ιμπεριαλισμό.
Αντιστοίχως, πρόβλημα, για την ελληνική κυβέρνηση αποτελεί ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας και ΕΕ-ΗΠΑ, καθώς αν και έχει εξασφαλιστεί διαφορετικό καθεστώς για τα ελληνικά προϊόντα, σε κάθε περίπτωση οι αναταράξεις αποτελούν τροχοπέδη. Οι επιπτώσεις που καταγράφηκαν στην ελληνική οικονομία από τις κυρώσεις της ΕΕ στη Ρωσία, είναι ενδεικτικές της ευαισθησίας.
Συνεπώς, όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων η Allianz, οι εμπορικοί πόλεμοι είναι η μεγαλύτερη πηγή συστημικού ρίσκου για την Ελλάδα, με τις μεταρρυθμίσεις και το τραπεζικό σύστημα να έπονται, ενώ το πολιτικό ρίσκο που απορρέει από τη Συμφωνία των Πρεσπών και τις επερχόμενες, πολλαπλές, εκλογικές αναμετρήσεις, είναι πολύ χαμηλότερα.