Σε συμφωνία με τον αμφιλεγόμενο Βούλγαρο επιχειρηματία, ιδιοκτήτη της Vivacom, Σπας Ρούσεφ, κατέληξε ο ΟΤΕ, για την πώληση της συμμετοχής του στην Telekom Albania, έναντι 50 εκατ.. ευρώ, κίνηση που εντάσσεται στον στρατηγικό σχεδιασμό αποεπένδυσης της θυγατρικής της Deutsche Telekom από τα Βαλκάνα.
Ο Ρουσέφ, είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στη Βουλγαρία, καθώς αποτελεί μέρος του παλαιού κατεστημένου επιχειρηματιών, με δεσμούς με Βούλγαρους πολιτικούς και Ρώσους ολιγάρχες, ενώ έχει χρηματοδοτηθεί και από ρωσικές τράπεζες, εγείροντας υποψίες για σχέσεις με το Κρεμλίνο.
Η εταιρία τηλεπικοινωνιών της Telelink, που αποτελεί το βασικό όχημά του, έχει ισχυρή θέση στην αγορά της Βουλγαρίας, ενώ η πιο προβεβλημένη της κίνηση ήταν η εξαγορά της Vivacom, μιας από τις τρεις μεγαλύτερες εταιρίες της χώρας, σε κοινοπραξία με την VTB Capital και την Delta Company του πρώην υπουργού Οικονομικών Μίλεν Βελτσέφ.
Ο Βέλτσεφ και ο Ρουσέφ έχουν κοινή διαδρομή που ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ίσω ςκαι νωρίτερα, όταν ο Βέλτσεφ και ο Ιβάν Τοντόροφ, ένας καταδικασθείς λαθρέμπορος που αργότερα σκοτώθηκε, απαθανατίστηκαν σε ένα γιοτ στο Μονακό που ο Ρουσέφ είχε μισθώσει για να παρακολουθήσει αγώνα Formula 1.
Εκείνη την εποχή, ο Ρούσεφ δήλωσε ότι ο Βέλτσεφ και άλλοι πολιτικοί “έτυχαν να είναι” μόνο στο ίδιο σκάφος με τον Τοντόροφ για να παρακολουθήσουν τον αγώνα και είχαν σύντομη συνομιλία.
Ο Ρουσέφ θεωρήθηκε ως ο «νονός» πολλών startup στη Βουλγαρία, μεταξύ των οποίων και ο Βέλτσεφ, ο οποίος επέστρεψε από το Λονδίνο την περίοδο 2001-2005, όταν ο τότε πρωθυπουργός Συμεών Σαξ-Κόμπουργκ-Γκότα αναζητούσε νέα ταλέντα για την κυβέρνησή του .
Ο επιχειρηματίας έχει επίσης συμφέροντα στον τουρισμό, καθώς αγόρασε το ξενοδοχείο Radisson στη Σόφια και μέρος του Hilton-Sofia, το 2012 και το 2013, αντίστοιχα.
Είναι επίσης ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Σόφιας Λέβσκι. Η συγκεκριμένη επένδυση, ωστόσο, θεωρείται ότι αποτελεί πολιτικό χαρτί, για την ενίσχυση των πιθανοτήτων επιτυχούς ολοκλήρωσης του deal εξαγοράς της Vivacom, το οποίο ελέγχονταν από τις κρατικές αρχές ανταγωνισμού.
Η Telekom Albania ιδρύθηκε το 1995 ως δημόσιος φορέας κινητής τηλεφωνίας, με τον τίτλο Albanian Mobile Communications, AMC.
Ιδιωτικοποιήθηκε το 2000 και εξαγοράστηκε έναντι 85 εκατ. δολαρίων από την Cosmote, τη θυγατρική του κρατικού τότε, ΟΤΕ, ενώ κατέληξε σε γερμανικό έλεγχο, όταν η Deutsche Telekom εξαγόρασε την ελληνική μητρική.
Η AMC είχε γίνει μια πολύ κερδοφόρα εταιρεία στην Αλβανία, καταγράφοντας καθαρά κέρδη που έφτασαν τα 100 εκατ. ευρώ το 2009.
Η αρχή ανταγωνισμού της Αλβανίας διερεύνησε επανειλημμένα την εταιρεία μαζί με άλλους φορείς κινητής τηλεφωνίας για καρτέλ και κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η αγορά κινητής της Αλβανίας έφτασε σε κορεσμό, τα κέρδη άρχισαν να υποχωρούν και ο ανταγωνισμός εντάθηκε.
Το 2017, τα έσοδα των τριών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας που λειτουργούν στην Αλβανία, η Telekom Albania, η Vodafone και η Albtelecom, μειώθηκαν κατά σχεδόν 9% στα 257 εκατομμύρια ευρώ.
Η Telekom Αλβανία, ωστόσο, είχε ισχυρή ρευστότητα, 352 εκατομμύρια ευρώ, για το 2017, σύμφωνα με τις οικονομικές της καταστάσεις.
Τον περασμένο Νοέμβριο, η κυβέρνηση της Αλβανίας κατηγορήθηκε ότι “βοηθούσε τους ολιγάρχες” απροσδόκητα μείωσε τους φόρους στα μερίσματα από το 15 στο 8%.