Τα Βαλκάνια μετασχηματίζονται, η αναβίωση της ευρωατλαντικής προοπτικής τους, εμφανίζεται ως “Νέμεσις” αλλά μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ύβρι, καθώς ο ανταγωνισμός NATO-Ρωσίας και η μερική αυτονόμηση της ΕΕ, παράγουν ισχυρές και αντίρροπες δυνάμεις, οι οποίες παρεμβαίνουν στις ιδιαίτερα ευαίσθητες κοινωνικές χορδές, στις ίδιες που στο πρόσφατο παρελθόν έχουν παράξει άγριες διακρατικές και εθνοτικές συγκρούσεις στην περιοχή.
5ράφουν Νίκος Αρβανίτης – Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας *
Στην Αθήνα η κυβέρνηση παλεύει για την ψήφο εμπιστοσύνης και την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, εν μέσω έντονων πολιτικών, διεθνών και κοινωνικών πιέσεων, ενώ την ίδια ώρα, η Σερβία και η Αλβανία σείονται από διαδηλώσεις, το Κόσοβο ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί και η πΓΔΜ προσπαθεί να “χωνέψει” τη νέα της ταυτότητα ως Βόρεια Μακεδονία.
Οι αντιδράσεις, αν και σε πρώτη ανάγνωση φαίνονται αποσπασματικές και αποσυνδεδεμένες, δεν είναι, καθώς σε μια πιο σχολαστική προσέγγιση μπορεί κανείς να διαπιστώσει το ρόλο media, εκκλησίας, ολιγαρχών και εθνικιστικών μορφωμάτων, εν αρμονία ή και σε ad hoc συνεργασίες μεταξύ τους. Η πυροδότηση εθνικιστικών παθών και κοινωνικών αναταραχών στα Βαλκάνια δεν είναι δύσκολη υπόθεση.
Τέτοιες πολιτικές, απελευθερώνουν εθνικιστικά κατάλοιπα, αναβιώνουν διαύλους επικοινωνίας μεταξύ εθνικιστικών και θρησκευτικά φονταμενταλιστικών κινημάτων, ενώ επαναφέρουν στο προσκήνιο παρακρατικές πρακτικές και πρόσωπα.
Τα Βαλκάνια βρίσκονται σε διαρκή αναβρασμό, συγκυρία που χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου του απρόβλεπτου χαρακτήρα τέτοιων εντάσεων, αν και τώρα το σύνθετο και πολυπολικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί στις διεθνείς σχέσεις, καθιστά τις συρράξεις δυσκολότερες, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τις αποτρέψει.
Η Συμφωνία των Πρεσπών αναδεικνύεται σε καταλύτη αναδιάταξης του εύθραυστου πολιτικού σκηνικού σε Αθήνα και Σκόπια και ταυτόχρονα, λανσάρεται ως μοντέλο επίλυσης μακροχρόνιων αντιπαλοτήτων στην πάντα “ζωηρή” περιοχή των δυτικών Βαλκανίων. Ουάσιγκτον, Βρυξέλλες και ΝΑΤΟ διαμορφώνουν μια ικανοποιητική ζώνη ασφαλείας, στο πλαίσιο της οποίας επιχειρείται η επίλυση του ονοματολογικού, την ομαλοποίηση των σχέσεων Σερβίας-Κοσόβου και την αποκατάσταση της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, η Μόσχα, πολλές φορές σε συνεργασία με την Τουρκία επιχειρεί να ενεργοποιήσει εθνικές και θρησκευτικές ομάδες, ώστε να παρεμποδίσουν τις δρομολογηθείσες εξελίξεις.
Διαζύγια, συγκρούσεις και δια…δηλώσεις
Στην Αθήνα, η αποχώρηση των ΑΝ.ΕΛ από την κυβέρνηση, αν και είχε προαναγγελθεί, είναι ενδεικτική του σκηνικού που διαμορφώνεται στην κοινωνία. Το «διαζύγιο», ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συγκρότηση ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας, η οποία θα αποδεχθεί και θα συμβάλει στην εμπέδωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Οι δυνάμεις που εμπλέκονται νομοτελειακά σε αυτή την επιβεβλημένη όσμωση κινούνται περιμετρικά του κέντρου, ενώ λόγω του τεταμένου ο χώρος που μπορεί να δώσει δυναμική είναι ο κεντροαριστερός, καθώς έχει δεδομένη πολιτική συγγένεια με τον ΣΥΡΙΖΑ και υπάρχει υπόβαθρο τόσο σε πολιτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο για την συμπόρευση. Επίσης, η συσπείρωση των δυνάμεων της ακροδεξιάς, που προκαλούν τα εθνικά θέματα, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση σχετικής ατζέντας και ρητορικής από το φιλελεύθερο κέντρο, δημιουργεί έναν επιπλέον λόγο αντισυπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων, ο οποίος αν και αγνοείται ή υποβαθμίζεται, θα αποτελέσει καταλύτη στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Τη στρατηγική αυτή σκιαγράφησε ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, από το βήμα της εκδήλωσης «Το στοίχημα της Συμφωνίας των Πρεσπών». Ο πρωθυπουργός επιδιώκει: (α) να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, (β) να πλαγιοκοπήσει το ΚΙΝ.ΑΛ αποσπώντας ψηφοφόρους ή αναγκάζοντάς την ηγεσία του να ξεκαθαρίσει τη θέση της, ώστε να δημιουργήσει πολιτικούς χώρους και να θέσει τις βάσεις για εκλογικές και μετεκλογικές, συνεργασίες και συγκλίσεις. Τέλος, επιχειρεί να στιγματίσει τη Νέα Δημοκρατία για την ακροδεξιά και αντιφιλελεύθερη ατζέντα της, εκθέτοντας την ηγεσία της στους διεθνείς συμμάχους και εταίρους, υπονομεύοντας έτσι την πολιτική απήχηση του αρχηγού της και συμβάλλοντας στην απαξίωση της ηγετικής της ομάδας στα διεθνή φόρα.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης από την πλευρά του απορρίπτει τη Συμφωνία των Πρεσπών και χαρακτηρίζει την αποχώρηση Καμμένου «σκηνοθετημένο διαζύγιο». Παράλληλα, δήλωσε ότι «αν η συμφωνία δεν περάσει από τη Βουλή διαπραγματευόμαστε από την αρχή» χωρίς όμως να αναφέρει τη στρατηγική διαπραγμάτευσης και το πως θα μπορούσε να πείσει Ουάσιγκτον και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε αρχικά παθητική στάση στη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ στη συνέχεια δεν κατέγραψε εγκαίρως και ενεργητικά τις θέσεις του σε διεθνή και ευρωπαϊκά φόρα. Ακόμα και σήμερα, δεν έχει καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει τις μαζικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης για το Μακεδονικό, καθώς οι θολές θέσεις, που εκφράζει για μην καταγραφεί ως ακροδεξιός, αποδυναμώνουν το προφίλ του και το πολιτικό του βεληνεκές στην ακροδεξιά. Παράλληλα, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται να αποτελείται στο εσωτερικό της από τρεις τάσεις: την καραμανλική πτέρυγα, τη φιλελεύθερη και τη λαϊκή δεξιά, οι κοινές συνιστώσες των οποίων είναι περιορισμένες, ενώ σχεδόν ανύπαρκτες στα εθνικά θέματα και στην κοινωνική ατζέντα.
Ισορροπίες στα Σκόπια
Ευαίσθητες είναι, όμως, και οι πολιτικές ισορροπίες που επικρατούν στα Σκόπια καθώς και οι σχέσεις μεταξύ των σλαβόφωνων και των αλβανόφωνων. Οι πολιτικές διεργασίες που χρειάστηκαν για να επιτευχθεί τελικά η επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, κατέδειξαν τις οριακές ισορροπίες που διαμορφώνονται. Επιπλέον, παρατηρείται στο σλαβικό τμήμα, η ενσωμάτωση του παλαιού εκλογικού σώματος, του Νίκολα Γκρούεφσκι, στον πολιτικό κορμό του Ζόραν Ζάεφ, ο οποίος όμως, θεωρείται ότι έχει αναλάβει μεγάλο κόστος και ότι εξαντλεί γρήγορα το πολιτικό του κεφάλαιο. Επίσης, η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν αλλάζει τα Σκόπια σε βάθος και άμεσα, αλλά επιφανειακά, σε πρώτη φάση. Κατά συνέπεια, η “νηνεμία” που επικρατεί στις σχέσεις σλαβόφωνων-αλβανόφωνων είναι συγκυριακή και ενδεχομένως “εξαναγκασμένη”.
Επιπροσθέτως, ο αλβανικός εθνικισμός αποτελεί πάντα αστάθμητο παράγοντα, που επηρεάζει τις εξελίξεις στα δυτικά Βαλκάνια. Η υπόγεια σύγκρουση Τιράνων-Πρίστινας για την έκφραση αυτής της τάσης και την καθοδήγησή της, δεν παρουσιάζει ενδείξεις ύφεσης, ενώ το κλίμα στα ενδιάμεσα κέντρα, στο Τέτοβο και το Γκόστιβαρ, είναι πάντα εύφλεκτο. Ωστόσο, το σημαντικό ζήτημα είναι οι πολιτικές ισορροπίες που θα δημιουργηθούν στις επόμενες γενιές της πΓΔΜ, καθώς οι έως τώρα εξελίξεις στην περιοχή έχουν δείξει ότι ακόμα και οι δεσμευτικές συμφωνίες ανατρέπονται ακόμα και με πολέμους, οι οποίοι ξεσπάνε με ευκολία και χωρίς ουσιαστικές αιτίες.
Αυτό, οδηγεί στο επόμενο ζήτημα, αν δηλαδή η Ελλάδα θα αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας για τα Βαλκάνια, ή αν η πολύπλευρη (πολιτική, οικονομική και αμυντική) διασύνδεσή της με τις γύρω χώρες, θα αποτελέσει δίαυλο παροχέτευσης έντασης, που θα δράσει αποσταθεροποιητικά για το πολιτικό σκηνικό στην Αθήνα, όπως συμβαίνει τώρα.
Το ονοματολογικό, αν και παρουσιάζεται ως κεφαλαιώδες, είναι, στην πραγματικότητα, ένα από τα ισχυρά συμπτώματα, καθώς υπάρχουν ακόμα βαθιά και δυσεπίλυτα προβλήματα, τα οποία φιλοδοξεί να κατευνάσει η αναβίωση της Ευρωπαικής προοπτικής. Σε κάθε περίπτωση, η επίλυση του Μακεδονικού θεωρείται η αρχή για ομαλοποίηση και άλλων διενέξεων στα δυτικά Βαλκάνια.
Ο κίνδυνος της μη-λύσης
Αν όμως δεν εμπεδωθεί, τότε θα εκτεθούν τα ισχυρά κέντρα εξουσίας, τα οποία επιχειρούν να επιβάλουν λύσεις γεωοικονομικής βάσης, υποβαθμίζοντας την εθνική ταυτότητα των πληθυσμών στο πλαίσιο του nation engineering, επιτρέποντας, έτσι, την ανάδειξη ενός ευκαιριακού εθνικιστικού καιροσκοπισμού. Η πριμοδότηση των τάσεων αυτών, στο πλαίσιο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού NATO-Ρωσίας, ενισχύει την αβεβαιότητας και διατηρεί υψηλά το ρίσκο ανάφλεξης στα Δυτικά Βαλκάνια.
Τη δεδομένη στιγμή, φαίνεται να επικρατεί στρατηγικός ρεαλισμός, ωστόσο το ενδεχόμενο ανατροπών δεν μπορεί να αποκλειστεί, στην περιοχή, ιδιαίτερα καθώς εργαλειοποιούνται οι κοινωνικές αναταραχές για την επίτευξη πολιτικών ανατροπών.
Τούτων δοθέντων, η αντίδραση της Μόσχας, μέσω του υπουργείου Εξωτερικών, με μπαράζ ανακοινώσεων, στοχεύει ακριβώς στην απονομιμοποίηση της συμφωνηθείσας λύσης, σε όλα τα επίπεδα, καθώς υποστηρίζει ότι η απόφαση της πΓΔΜ, που ψήφισε υπέρ της αλλαγής της ονομασίας της χώρας, έχει επιβληθεί έξωθεν και ότι η Αθήνα αγνόησε τη γνώμη του ελληνικού λαού και ότι δεν μιλάει καν για δημοψήφισμα στο θέμα αυτό.
Η Σερβία, που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Μόσχα και εντάσσεται στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, καλείται να παίξει έναν εξισοροπιστικό ρόλο, διατηρώντας την εμπιστοσύνη του Πούτιν και την αξιοπιστία της έναντι της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η προγραμματισθείσα επίσκεψη του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν στις 17 Ιανουαρίου στο Βελιγράδι φέρει βαρύνουσα σημειολογική και γεωπολιτική αξία. Μια άλλη παράμετρος που επηρεάζει τις εξελίξεις και ιδιαίτερα τα ελληνικά συμφέροντα, είναι ο ρόλος που διαδραματίζει η Τουρκία σε Αλβανία και Σκόπια, μέσω οικονομικών δεσμών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Η Συμφωνία των Πρεσπών, όμως, μπορεί τώρα να θεωρηθεί το τέλος ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου πειράματος εθνικιστικού μαξιμαλισμού για την σταθεροποίηση της περιοχής, καθώς Ουάσιγκτον και Μόσχα είχαν αναγνωρίσει την πΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία, ως “Μακεδονία”, πλειοδοτώντας τότε για την απόκτηση επιρροής στο αλβανικό τόξο. Αντί του στόχου της σταθερότητας, ΗΠΑ, Ρωσία και η ευρωπαϊκή αδιαφορία, εξέθρεψαν και έδωσαν διεξόδους στον αλβανικό υπερεθνικισμό, υποσκάπτοντας μελλοντικές προσπάθειες εμπέδωσης της συνοχής στην περιοχή.
*Ο Νίκος Αρβανίτης είναι Balkan Intelligence Director στο Crisis Lab
*O Γιώργος Ξ. Πρωτόπαπας είναι Διεθνολόγος και Strategic – Media Analyst στο Crisis Lab
* Auditor’s note: Αποτελεί την παρέμβαση, για την εξειδίκευση και τον προσδιορισμό όρων και συνθηκών που προκύπτουν προσθετικά ή αναδεικνύονται αφαιρετικά από τις παρατηρήσεις των συγγραφέων, ενώ διενεργείται από τρίτο ανεξάρτητο ελεγκτή(ες), με γνώμονα την εμπέδωση των εννοιών και την αποφυγή παρανοήσεων.