Με την πολιτική σταθερότητα ζητούμενο, την οικονομική ανάκαμψη επ απειλή και τις τράπεζες επί ξηρού ακμής θα συναντηθεί αύριο Πέμπτη ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, η οποία επιχειρεί να προωθήσει την ατζέντα του Ευρωστρατού, της εσωτερικής ασφάλειας και του προσφυγικού-μεταναστευτικού, ενόψει των ευρωεκλογών και ενώ πιέζεται από την ακροδεξιά και το αδερφό κόμμα CSU στο εσωτερικό.
Η ατζέντα της συνάντησης, όμως, δεν εξαντλείται σε αυτά τα θέματα, καθώς η Άγκελα Μέρκελ, επιδιώκει να παίξει ρόλο στα Βαλκάνια, όπου ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός NATO-Ρωσίας απειλεί με αποσταθεροποίηση την περιοχή, ενώ είναι ένα από τα λίγα σημεία που οι απόψεις ΗΠΑ και ΕΕ, αν και δεν ταυτίζονται, είναι πολύ κοντά. Το ενεργειακό της περιοχής, των Βαλκανίων με τη δημιουργία δικτύου αγωγών φυσικού αερίου, και την ανάδειξη της Ελλάδας σε διαμετακομιστικό ενεργειακό κόμβο, θεωρείται συμφωνημένο, αν και ακόμα υπάρχει διάσταση απόψεων για τη χρηματοδότηση των έργων και τη διαχείρισή τους.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ανοιχτό παραμένει το θέμα της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια, καθώς η Γερμανία και η ΕΕ αντιδρούν στην κινεζική και τη ρωσική επέλαση, αλλά δεν έχουν καταθέσει βιώσιμες αντιπροτάσεις, γεγονός που δημιουργεί μια διελκυστίνδα, η οποία είναι ορατή και από τρίτους.
Τούτων δοθέντων, η Συμφωνία των Πρεσπών, μπορεί να προκαλεί κάποιες πολιτικές αναταράξεις στην Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί προπέτασμα καπνού για την κάλυψη άλλων διεργασιών, οι οποίες απαιτούν λεπτούς χειρισμούς και χειρουργική ακρίβεια προκειμένου να μην υπονομευθούν τα κεκτημένα.
Προς επίρρωση, τα δημοσιεύματα στην Ελλάδα επικεντρώνονται τις τελευταίες εβδομάδες στη Συμφωνία των Πρεσπών και τις εξελίξεις που πυροδοτεί στο πολιτικό σκηνικό, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση, κινείται σε διαφορετικούς ρυθμούς και τηρεί χαμηλούς τόνους, παρά το γεγονός ότι στο παρελθόν σε αντίστοιχες συγκυρίες ανεβάζει τους τόνους και εντείνει τις πιέσεις. Παράλληλα, τα οικονομικά media προβάλλουν την πρόοδο των τραπεζών στον τομέα της πώλησης κόκκινων δανείων, αναμασώντας διαρκώς τις ίδιες ειδήσεις περί επικείμενων συμφωνιών, καθώς και το θέμα της αποδοχής της πρότασης της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διαμόρφωση σχημάτων διαχείρισης των NPL’s με χρηματοδότηση από το μαξιλάρι του Δημοσίου, των 24 δισ., σχέδιο το οποίο δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο ότι έχει την πλήρη στήριξη του οικονομικού επιτελείου, καθώς διαφοροποιεί άρδην τα δημοσιονομικά δεδομένα.
Η αποκατάσταση της σταθερότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βρίσκεται σε περιδίνηση από τον Σεπτέμβριο του 2018, αποτελεί σημαντική -ίσως τη σημαντικότερη- παράμετρο για την ανάκτηση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές. Ωστόσο, κάτι τέτοιο προϋποθέτει πολιτικές και διακρατικές συμφωνίες που θα επιτρέψουν την αγορά ομολόγων είτε του ελληνικού Δημοσίου, είτε των τραπεζών από ξένους επενδυτές, οι οποίοι θα αποκτήσουν πρόσβαση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην ελληνική αγορά.
Με την αντίδραση της Γερμανίας στην ενίσχυση του αποτυπώματος του Πεκίνου σε χώρες της ΕΕ, δεδομένη, την έλλειψη πολιτικής βούλησης για κάλυψη του κενού που δημιουργείται με ευρωπαϊκά -όχι απαραίτητα κοινοτικά- κονδύλια, δημιουργείται ένα χρηματοδοτικό κενό. Το gap αυτό, προθυμοποιούνται να καλύψουν Κινέζοι -κυρίως- επενδυτές, τους οποίους, όμως, το Βερολίνο αποκλείει, καθώς συνδυαστικά το Πεκίνο θα αποκτήσει πολύ μεγάλη επιρροή στις χώρες των Βαλκανίων και θα είναι σε θέσει να ποδηγετήσει τις κυβερνήσεις σε κατευθύνσεις αντίθετες από αυτές που προωθεί η Γερμανία, στην Ευρώπη. Όπερ σημαίνει ότι η αύξηση του οικονομικού αποτυπώματος της Κίνας μπορεί να τροφοδοτήσει φυγόκεντρες τάσεις στην ΕΕ.