Μηνύματα προς πολλούς αποδέκτες στέλνουν οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ιδιαίτερα, δε, εάν αυτές τοποθετηθούν στο κατάλληλο χρονικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο και δεν αντιμετωπιστούν τοπικά και αποσπασματικά, αλλά μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της συγκυρίας που διαμορφώνεται από τις παράλληλες και πολλές φορές αντίρροπες δυνάμεις που ασκούνται. Οι αλληλεπικαλυπτόμενες κρίσεις, που πολλές φορές έχει επικαλεστεί ο πρωθυπουργός, τώρα ξεδιπλώνονται, ενώ όπως φαίνεται, η μια μπορεί να αποτελέσει το κλειδί της άλλης.
Ένα τρίτο μάτι θα δει με πολύ μεγάλο σκεπτικισμό την διαρκώς κλιμακούμενη ένταση στην ελληνική πολιτική σκηνή, καθώς φαίνεται ότι η κυβέρνηση, αν και παίζει χωρίς αντίπαλο, εφευρίσκει έναν, εσωτερικά. Τη στιγμή, δηλαδή που η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να ανασυγκροτηθεί, χρησιμοποιώντας το αφήγημα των πρόωρων εκλογών και επενδύοντας σε θέματα δεξιάς έως ακροδεξιάς ατζέντας, τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης βρίσκονται σε ανοιχτή σύγκρουση εκτρέποντας το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης από την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας και δημιουργώντας νέες εστίες πολιτικής αβεβαιότητας που υποσκάπτουν την προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων.
Το Σκοπιανό, αν και αποτελεί βασικό καταλύτη για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, εν τούτοις δεν είναι ο μόνος, σε αυτή τη φάση, καθώς η κυβέρνηση βρίσκεται ανοιχτή σε πολλά μέτωπα, συμπεριλαμβανομένης της εξόδου στις αγορές, ενώ δεν θα πρέπει να υποτιμώνται οι αγωγοί και το Κυπριακό.
Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούν οι κινήσεις, οι διαρροές και οι “σιωπές” κορυφαίων πολιτικών παραγόντων συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης, καθώς και οι έμμεσες και άμεσες παρεμβάσεις ξένων αξιωματούχων. Θέματα στην Ελλάδα, όμως, θέτουν και οι εταίροι και σύμμαχοι θέλοντας να προωθήσουν τη δική τους πολιτική και γεωστρατηγική ατζέντα.
Ενώ από κυβερνητικής πλευράς διατυπώνεται σε όλους τους τόνους και τα μήκη κύματος ότι υπάρχουν οι απαραίτητες ψήφοι στη Βουλή για να περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών, ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος, επιμένει να θέτει ακόμα και θέμα δεδηλωμένης.
Ταυτόχρονα όμως, μείζον θέμα για την κυβέρνηση παραμένει η πρόσβαση της χώρας στις αγορές, όχι τόσο για οικονομικούς, αλλά κυρίως για πολιτικούς λόγους, καθώς έτσι θα ολοκληρωθεί το αφήγημα της επιτυχούς εξόδου από το Μνημόνιο και θα συμβάλλει καθοριστικά στην εμπέδωση του θετικού κλίματος. Ωστόσο, η κυβέρνηση, δημοσίως, δεν αντιμετωπίζει με πολιτικούς αλλά με καθαρά οικονομικούς και τεχνικούς όρους το συγκεκριμένο ζήτημα.
Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για ένα καθαρά πολιτικό θέμα, που άπτεται άτυπων διακρατικών συμφωνιών και διασφαλίσεων, οι οποίες εφόσον δοθούν θα επιτρέψουν την υποχώρηση των αποδόσεων και θα επαναφέρουν τα ελληνικά ομόλογα στα ραντάρ των επενδυτών.
Οι απαιτήσεις του Βερολίνου
Από την άλλη πλευρά, όμως, το Βερολίνο εστιάζει -αυτή την περίοδο- στα θέματα ασφαλείας και το προσφυγικό, τα οποία είναι συναρτώμενα και ταυτόχρονα απόρροια των εξελίξεων στα ελληνικά και ιταλικά σύνορα. Συνεπώς, για τη Γερμανία η ενίσχυση της Frontex αποκόπτεται από το ευρύτερο πλαίσιο του προσφυγικού και προωθείται αυτόνομα, θέση όμως με την οποία δεν έχει -ακόμα- συναινέσει η Αθήνα.
Τα ζητήματα αυτά προωθεί το Βερολίνο, εμμέσως, με διαρροές που μετεξελίσσονται σε μπαράζ δημοσιευμάτων στα γερμανικά media, τα οποία αναπαράγονται από ελληνικά, δημιουργώντας έτσι αντίκτυπο στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Η τακτική αυτή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν προσδιοριστεί χρονικά, καθώς προηγείται της επίσκεψης της Άγκελα Μέρκελ στην Αθήνα. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προλειαίνει το έδαφος για να υπάρξουν σχετικές συζητήσεις, ασκώντας πολιτική πίεση στην ελληνική κυβέρνηση.
Πέφτει ο Καμμένος στο σπαθί του;
Εσχάτως και ενώ το οικονομικό επιτελείο αναζητά παράθυρο ευκαιρίας για έξοδο στις αγορές, ο υπουργός Άμυνας και ελάσσων κυβερνητικός εταίρος, ανεβάζει τους τόνους, ναρκοθετώντας την προσπάθεια του πρωθυπουργού για την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και την αποκλιμάκωση του ρίσκου.
Οι κινήσεις αυτές θα μπορούσαν να καταγραφούν στο handbook πολιτικής αυτοχειρίας υπό τον τίτλο “Σαμουράι: Πώς να πέσεις πάνω στο σπαθί σου”, τάση, που ο Πάνος Καμμένος, όσο κι αν μπορεί να χαρακτηριστεί εκρηκτικός, σπασμωδικός και εριστικός, δεν φαίνεται να έχει.
Συνεπώς, η ανάλυση δεν θα πρέπει να παγιδεύεται μονοδιάστατα στις επιδιώξεις του Πάνου Καμμένου, ιδιαίτερα όταν αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο σε μείζονα ζητήματα της κυβέρνησης και μάλιστα, σε αυτές που το πλαίσιο συνεργασίας είχε εξ αρχής καθοριστεί.
Η μη-αντίδραση του Τσίπρα
Η παράμετρος αυτή μάλιστα, φαίνεται να επισημάνθηκε και από τον Αλέξη Τσίπρα στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ζήτησε από το κόμμα να μην παρασυρθεί σε υψηλών τόνων αντιπαράθεση με τον Πάνο Καμμένο, επιτρέποντάς του να επιλέξει, κατ’ ουσία τον χρόνο εξόδου του και αποσυνδέοντας τον από τις ευρύτερες εξελίξεις.
Φαινομενικά, ο Πάνος Καμμένος, υπονομεύει την προσπάθεια εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, ανεβάζοντας τους τόνους, τακτική που όμως, ο Αλέξης Τσίπρας υποδέχεται κάπως αμήχανα, επιχειρώντας να επιδείξει πολιτική κυριαρχία, αλλά όχι πυγμή.
«Ακόμα και να ειπωθεί κάποια κουβέντα παραπάνω, εμείς θα κρατήσουμε την ψυχραιμία μας»
ήταν η κεντρική γραμμή που δόθηκε στα στελέχη, καθώς αυτό θεωρείται πως είναι το συμφέρον για το κόμμα.
Πράγματι στο Μαξίμου δεν έχουν καμία διάθεση να οδηγηθούν λίγο πριν από τις κάλπες σε δίνη σύγκρουσης με τον κ. Καμμένο, που είναι βέβαιο πως θα είναι απρόβλεπτη, λόγω και του συγκρουσιακού χαρακτήρα του υπουργού Εθνικής Αμυνας. Κομματικές πηγές ανέφεραν στην «Κ» πως δεν είναι σώφρον ύστερα από τέσσερα χρόνια «καλής συνεργασίας» με τους ΑΝΕΛ, «παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογικές αφετηρίες», να οδηγηθούν τώρα οι σχέσεις σε πόλεμο.
Αν ο υπουργός Άμυνας υποθηκεύει τα πάντα για τη διασφάλιση της πολιτικής του επιβίωσης, ο πρωθυπουργός δεν έχει λόγο να μην αντιδράσει, στέλνοντας μήνυμα ότι επιδιώκει συνάντηση με τις προοδευτικές δυνάμεις, όπως έχει κατ’ επανάληψη εξαγγείλει.
Αυτό όμως το σενάριο, έχει νόημα αν και μόνο αν, δεν είναι ο Πάνος Καμμένος και το πολιτικό ρίσκο που παρεμποδίζουν την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές και την ολοκλήρωση του success story, αλλά άλλοι παράγοντες…
Προγραμματισμένες εκρήξεις
Παρακολουθώντας τη χρονική σειρά των εξελίξεων, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι η νέα ανάφλεξη στο κυβερνητικό στρατόπεδο εκδηλώνεται πριν την έλευση της Άγκελα Μέρκελ στην Ελλάδα, μετά την ψήφιση νόμου στη Γερμανία για την ανάσχεση της επέλασης της Κίνας και των προβλημάτων που ανέκυψαν σε χρηματοδοτήσεις ενεργειακών έργων στην Ελλάδα από την Κομισιόν.
Την ίδια χρονική περίοδο, δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου βάλλουν καταιγιστικά κατά της Ελλάδας για το προσφυγικό, τους ελέγχους στα σύνορα και ο Γιούνκερ φαίνεται να στιγματίζει Ελλάδα και Ιταλία για υπαναχώρηση και απροθυμία επί του θέματος της αναβάθμισης του ρόλου και διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της Frontex.
Όλο αυτό το διάστημα, το ελληνικό Δημόσιο βρίσκεται εκτός αγορών, οι τράπεζες πιέζονται και το αναπτυξιακό στόρι βασίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στην εσωτερική ζήτηση που δημιουργούν τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής και κυρίως το “κοινωνικό μέρισμα”.
Στα θέματα αυτά, έχει επίσης αναφερθεί εσχάτως, εκτεταμένα, ο γερμανικός Τύπος, δείχνοντας ότι περιλαμβάνονται στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων Τσίπρα-Μέρκελ.
Αν λοιπόν, τα δημοσιεύματα απηχούν τις πολιτικές διεργασίες, τότε, η έξοδος της Ελλάδας και των ελληνικών τραπεζών στις αγορές, φαίνεται να συναρτάται, έμμεσα, από τις εξελίξεις στα θέματα της ατζέντας της Άγκελας Μέρκελ.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, οι ιαχές και οι βρυχηθμοί του Πάνου Καμμένου, φαίνεται να εξυπηρετούν τον προγραμματισμό του Αλέξη Τσίπρα, καθώς εστιάζουν την προσοχή των διεθνών παραγόντων και σε θέματα που θεωρούνται λυμένα αλλά απειλούνται από την πολιτική αστάθεια.
Έτσι, ο πρωθυπουργός δεν χρεώνεται υπαναχώρηση έναντι των δεσμεύσεών του, αντιθέτως εμφανίζεται να ζητά στήριξη για να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει, ανταποκρινόμενος στα ανοιχτά μέτωπα.
Ελλάδα: Ο οδικός χάρτης και οι νάρκες
Στην Ελλάδα η ερώτηση του “ενός εκατομμυρίου” είναι πότε θα φύγει ο Καμμένος από την κυβέρνηση και πότε θα γίνουν οι εκλογές. Οι απαντήσεις δεν είναι απαραίτητα συναρτώμενες, αλλά οι απαντήσεις αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση των κοινοβουλευτικών συσχετισμών, ενώ ο τρόπος, οι αιτιάσεις και το κλίμα που απορρέουν από αυτή τη συζήτηση σκιαγραφούν το πλαίσιο πολιτικών συγκλίσεων στο ευρύτερο σκηνικό.
Οι τελευταίοι ελιγμοί του Πάνου Καμμένου προδίδουν αφ’ ενός εκνευρισμό, ενδεχομένως, όμως, ο υπουργός Άμυνας και πρόεδρος των ΑΝΕΛ να έχει πάθει αυτό που οι πιλότοι ονομάζουν “απώλεια ορίζοντα”, ήτοι να αγνοεί την τελική έκβαση των χειρισμών του.
Ο ίδιος φέρεται να υποστηρίζει ότι ελέγχει τους πέντε από τους επτά βουλευτές των Ανεξάρτητων Ελλήνων, ενώ θεωρεί δεδομένη την απώλεια δύο.
Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας, διαμήνυσε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι διαθέτει την απαραίτητη πλειοψηφία των 151 βουλευτών για να περάσει τη Συμφωνία των Πρεσπών και για τη συνέχιση του κυβερνητικού έργου, αν τεθεί ζήτημα πρότασης μομφής.
Ωστόσο, την κατάσταση περιπλέκουν δηλώσεις του Κώστα Κατσίκη, των ΑΝ.ΕΛ, που θέτει ευθέως θέμα δεδηλωμένης εφόσον ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος αποχωρήσει. Παράλληλα, ο βουλευτής και στενός συνεργάτης του Πάνου Καμμένου, φαίνεται να επισπεύδει το χρονοδιάγραμμα των εξελίξεων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι το κόμμα του θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση πριν την κατάθεση της Συμφωνίας των Πρεσπών στην ελληνική Βουλή, σενάριο που είχε διοχετεύσει με δηλώσεις του ο υπουργός Άμυνας, σε ανύποπτο χρόνο, αλλά είχε επισημάνει το Crisis Monitor.
Το Ποτάμι, που φιλοδοξεί να παίξει ρόλο καταλύτη των εξελίξεων θα στηρίξει τη Συμφωνία των Πρεσπών -αν και μάλλον όχι σύσσωμο-, ενώ θα καταψηφίσει την κυβέρνηση, πάλι με διαφοροποιήσεις. Η πιο χαλαρή δομή του κόμματος επιτρέπει τέτοιες αποχρώσεις και δεν θέτει σε κίνδυνο την Κ.Ο, αν και η Νέα Δημοκρατία φαίνεται να συζητά παρασκηνιακά με στελέχη του κόμματος, επί διάφορων σεναρίων.
Ενώ οι συσχετισμοί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο είναι περιορισμένοι και οριοθετημένοι από τη ρητορική και το ευρύτερο περιβάλλον, στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό, η κατάσταση παραμένει ρευστή, καθώς το σύστημα της απλής αναλογικής στην αυτοδιοίκηση επιβάλλει νέες πολιτικές συμμαχιών σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες θα μπορούσαν να δράσουν προπαρασκευαστικά, σμιλεύοντας το πολιτικό αμάλγαμα, ενόψει ή ακόμα και μετά τις εθνικές εκλογές.
Εκεί, πολλά θα κριθούν από το ποσοστό που θα λάβει ο πρώτος, καθώς αν αυτό τον φέρει κοντά στην αυτοδυναμία, τότε χάριν της πολιτικής σταθερότητας θα βρει εταίρο, αλλά αν απέχει απ’ αυτή, τότε το πιθανότερο είναι η διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών. Σε ένα τέτοιο σενάριο, οι επαναληπτικές θα διεξαχθούν με λίστα και… απλή αναλογική, οδηγώντας σε μεγάλες πολιτικές ανατροπές, οι οποίες θα εγκολπώνουν το σκηνικό που ενδεχομένως θα έχει δημιουργηθεί στις αυτοδιοικητικές, ή θα εκφράζουν την τάση της συμπόρευσης προοδευτικών ή συντηρητικών δυνάμεων.