Συνεχίζεται η ομοβροντία του γερμανικού Τύπου κατά της ελληνικής κυβέρνησης, με την κρατική DW και τα ελληνικά media να αναπαράγουν ρεπορτάζ και δημοσιεύματα ισχυροποιώντας τα μηνύματα που υποκρύπτουν και δημιουργώντας κλίμα έντασης στις σχέσεις, ενόψει μάλιστα της επίσκεψης της Άγκελα Μέρκελ΄.
Τα περισσότερα δημοσιεύματα του γερμανικού Τύπου εστιάζουν στο μεταναστευτικό και διαχείρισή του από ελληνικής πλευράς, κατατάσσοντάς το, εκ των πραγμάτων, στην κορυφή της ατζέντας Τσίπρα-Μέρκελ και καταδεικνύοντας τα ανοιχτά θέματα που υποβόσκουν.
Ωστόσο, οι επιθέσεις δεν περιορίζονται στο προσφυγικό, αλλά καλύπτουν ευρύτερο φάσμα, με τη Die Welt να εγείρει θέμα ανάσχεσης και αντιστροφής μεταρρυθμίσεων, δείχνοντας στον Αλέξη Τσίπρα ότι και ο δρόμος εκτός Μνημονίου μπορεί να είναι επίσης… δύσβατος.
Σε αυτή τη φάση είναι αδύνατο να προσδιοριστεί η πηγή και τα κίνητρα όλων των δημοσιευμάτων, καθώς τα ανοιχτά μέτωπα στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Γερμανίας είναι πολλά, με το προσφυγικό να κυριαρχεί και την εσωτερική ασφάλεια να συνδέεται άμεσα. Η άνοδος της ακροδεξιάς, οι επικείμενες εκλογές στην Ευρώπη, ο διχασμός του ΕΛΚ και σειρά άλλων, όχι και τόσο εμφανών παραγόντων, όπως η πρόοδος στην αναβάθμιση της Frontex, το Ευρωπαϊκό Αμυντικό Ταμείο και οι σχέσεις με τη Ρωσία, τις ΗΠΑ και την Αίγυπτο, παίζουν επίσης ρόλο.
Από ελληνικής πλευράς η στήριξη της Γερμανίας για έξοδο στις αγορές και για χρηματοδότηση από την ΕΚΤ, η στήριξη των συστημικών τραπεζών και οι πολεμικές αποζημιώσεις είναι θέματα που θα επιδιώξει ο Αλέξης Τσίπρας να θέσει στην ατζέντα της συνάντησης με την Άγκελα Μέρκελ, αν και δεν υπάρχει συμφωνία ότι η Γερμανίδα καγκελάριος θα δεχθεί συζήτηση επί όλων αυτών.
Το δημοσίευμα της Die Welt
«O Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ακυρώνει σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να μην χάσει την εξουσία στις επόμενες εκλογές», γράφει η εφημερίδα Die Welt σε σημερινό της δημοσίευμα.
Η αρθρογράφος εκτιμά ότι η κυβέρνηση «δεν πρόλαβε να πάρει στα χέρια της τον προϋπολογισμό και άρχισε πάλι να μοιράζει δωράκια σε οικογένειες, ιδιοκτήτες ακινήτων, αγρότες, δημοσίους υπαλλήλους, συνταξιούχους, καταναλωτές». Και αυτό, όπως παρατηρεί, «ενώ η Ελλάδα δεν έχει επιστρέψει στις αγορές και το δημόσιο χρέος της φτάνει στο ιλιγγιώδες 178% του ΑΕΠ».
«Τα κόκκινα δάνεια έχουν επιβαρύνει τα βιβλία των τραπεζών. Το ΔΝΤ δίνει διαβεβαιώσεις περί βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το πολύ μέχρι το 2038» αναφέρεται στο δημοσίευμα, σύμφωνα με το οποία «αν η χώρα δεν καταφέρει να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στους επενδυτές, τότε, στην χειρότερη περίπτωση, θα χρειαστούν νέα δάνεια», κάτι που «θα ήταν καταστροφή για την Ε.Ε.».
Αναφερόμενη στα προβλήματα των ελληνικών τραπεζών, η αρθρογράφος επισημαίνει ότι «με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών έχει συμφωνηθεί ότι μέχρι το τέλος του χρόνου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα περιοριστούν σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ». Αυτό, όπως γράφει, «θα ήταν ένα τεράστιο κατόρθωμα, το οποίο (ωστόσο) θα επιβάρυνε τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών».
«Αλλά και αν ακόμη εκπληρωνόταν ο στόχος, το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ήταν δεκαπλάσιο του μέσου όρου στην Ευρωζώνη. Αυτό θα καθυστερούσε ακόμη περισσότερο την οικονομική εξυγίανση της Ελλάδας σε μία συγκυρία τόσο ευμετάβλητη, με τα οικονομικά στοιχεία της Ιταλίας και της Γαλλίας να επιβαρύνουν το κλίμα ακόμη περισσότερο» εκτιμά η αρθρογράφος.