Κινήσεις στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης της διπλωματικής και εμπορικής έντασης στις διμερείς σχέσεις πραγματοποιούν ΗΠΑ και Κίνα, καθώς η πολιτική των αντιποίνων έχει ναεβάσει το ρίσκο και σε συνδυασμό με την προοπτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων, υποσκάπτουν την αναπτυξιακή δυναμική των οικονομικών.
Με μια ανακοίνωση που ακολούθησε την προειδοποίηση κερδών της Apple Ουάσιγκτον και Πεκίνο ενημέρωσαν ότι αμερικανική αποστολή με επικεφαλής τον υφυπουργό εμπορίου θα βρεθεί τη Δευτέρα και την Τρίτη (7 και 8 Ιανουαρίου) στην Κίνα, αφότου οι πρόεδροι των δύο χωρών συμφώνησαν στις αρχές Δεκεμβρίου την έναρξη προσπαθειών για την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Η εκτόξευση του δείκτη φόβου και η έντονη νευρικότητα στις αγορές και το μπαράζ προειδοποιήσεων από εταιρίες όπως η Apple, φαίνεται ότι ανάγκασαν τις δύο κυβερνήσεις να ανοίξουν εκ νέου τους διαύλους επικοινωνίας.
Της αμερικανικής αντιπροσωπείας θα ηγείται ο υφυπουργός Εμπορίου Τζέφρι Γκέρις, ενώ οι συνομιλίες ελπίζεται ότι θα είναι «θετικές και εποικοδομητικές» προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή «η σημαντική συναίνεση που επιτεύχθηκε στην Αργεντινή», όπου συναντήθηκαν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο κινέζος ομόλογός του Σι Τζινπίνγκ.
Έπειτα από μήνες εκατέρωθεν τελωνειακών δασμών που επέβαλαν η μια στα εισαγόμενα προϊόντα της άλλης το 2018, οι δύο χώρες συμφώνησαν στα τέλη της χρονιάς να θέσουν σε εφαρμογή μια ανακωχή τριών μηνών στον εμπορικό πόλεμο, ως την 1η Μαρτίου, ώστε να δοθεί μια ευκαιρία να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις.
Έκτοτε έχουν υπάρξει συμφιλιωτικές χειρονομίες, με την Κίνα ιδίως να ανακοινώνει ότι ανέστειλε την 1η Ιανουαρίου και για τρεις μήνες τους επιπρόσθετους δασμούς στα εισαγόμενα αμερικανικά αυτοκίνητα και ανταλλακτικά, να ανακοινώνει μεγάλες παραγγελίες αμερικανικής σόγιας και να εγκρίνει τις εισαγωγές αμερικανικού ρυζιού.
Όμως η διμερής διαφορά δεν περιορίζεται απλά στο ζήτημα του τεράστιου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ έναντι της Κίνας. Η Ουάσιγκτον κατηγορεί το Πεκίνο ότι «κλέβει» αμερικανικές εφευρέσεις για να αναδειχθεί στην παγκόσμια τεχνολογική πρωτοπορία κι απαιτεί να υπάρξει σειρά μέτρων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην Κίνα.