Εν μέσω του χάους που είναι η συζήτηση του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι εκκλήσεις για ένα δεύτερο δημοψήφισμα ενισχύονται. Η Amber Rudd είναι η τελευταία, σε μια όχι μικρή λίστα βουλευτών που προτείνουν νέο δημοψήφισμα, λέγοντας ότι υπάρχει ένα «εύλογο επιχείρημα», στην περίπτωση που η συμφωνία Brexit της Τερέζα Μέι με την ΕΕ απορριφθεί από βουλευτές.
Ένα δεύτερο δημοψήφισμα δεν θα ήταν καινοφανές, ωστόσο η ευρωπαϊκή ιστορία δείχνει ότι δύσκολα θα ήταν αποτελεσματικό. Από την άλλη πλευρά, όμως, αν κρίνει κανείς εθνικά και γεωγραφικά, τότε στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να συμβεί ότι και στην Ιρλανδία: Να αλλάξουν γνώμη.
Η Ιρλανδία είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα. Οι Ιρλανδοί ψηφοφόροι απέρριψαν τη Συνθήκη της Νίκαιας το 2001 προτού την εγκρίνουν το 2002. Μια παρόμοια αλλαγή στάσης καταγράφηκε όταν η Συνθήκη της Λισαβόνας εγκρίθηκε το 2009 μετά την απόρριψή της το 2008.
Η Σκανδιναβία έχει επίσης εμπειρία με τα δεύτερα δημοψηφίσματα, τα οποία ωστόσο δεν φαίνεται να οδήγησαν σε αλλαγή στάσης, όπως για παράδειγμα στη Νορβηγία, όπου η ένταξη στην ΕΕ-ΕΟΚ απορρίφθηκε δύο φορές 1972 και το 1994.
Η Δανία πραγματοποίησε επίσης μια δεύτερη ψηφοφορία για τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993 μετά την απόρριψή της το 1992.