Νέα επιχειρηματικά τείχη σηκώνει η Γερμανία, καθώς το υπουργικό συμβούλιο αναμένεται να εγκρίνει νομοσχέδιο που θέτει φραγμούς και νέο πλαίσιο για τις εξαγορές γερμανικών επιχειρήσεων από μη-ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, σε μια προσπάθεια να ανακοπεί η επέλαση της Κίνας και να σταλεί μήνυμα τόσο στο Πεκίνο όσο και στην Ουάσιγκτον.
Ο οικονομικός προστατευτισμός που εκπορεύεται από τις μεγάλες χώρες και τους σχηματισμούς αποτελεί μεγάλη πηγή ανησυχίας για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης, καθώς αν και φαίνεται να απαντά στον κινεζικό επιχειρηματικό ιμπεριαλισμό, δημιουργεί κακό προηγούμενο και υπονομεύει το πνεύμα των ανοιχτών αγορών.
Παράλληλα, η πρωτοβουλία της Γερμανίας αποτελεί προοίμιο για την προώθηση αντίστοιχης νομοθεσίας σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, μέσα από την Κομισιόν και το Ευρωκοινοβούλιο. Δεδομένου, όμως, του οικονομικού δέλεαρ που αποτελούν τα κινεζικά κεφάλαια για πολλές χώρες, κυριαρχεί η σκέψη για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Κομισιόν επί του θέματος.
Παρά το γεγονός ότι το Βερολίνο είχε εισάγει νέα στεγανά για τις εξαγορές επιχειρήσεων και τη μεταφορά τεχνογνωσίας, μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, τώρα η νέα κίνηση αυστηροποίησης του θεσμικού πλαισίου, προβλέπει την ειδική αδειοδότηση από κρατικές υπηρεσίες εξαγορών και πωλήσεων πατεντών γερμανικών εταιριών προς εταιρίες εκτός ΕΕ.
Η κίνηση αυτή δείχνει ότι το θεσμικό πλαίσιο που θεσπίστηκε κρίνεται ήδη ανεπαρκές και ότι το Βερολίνο προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανακόψει την κινεζική επιχειρηματική και τεχνολογική βουλιμία.
Τα επιθετικά σχέδια της Κίνας για την αγορά περιουσιακών στοιχείων σε όλο τον κόσμο έχουν αναγκάσει μια σειρά χωρών να λάβουν μέτρα για να ελέγξουν τις επενδύσεις, ενώ σε πολλές περιπτώσεις φτάνουν και στην αποτροπή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συμφώνησε πρόσφατα να θεσπίσει ένα κοινό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του ζητήματος. Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο έχει κινηθεί για να ενισχύσει τις διαδικασίες εξέτασης για συναλλαγές που περιλαμβάνουν εγχώρια τεχνολογία.
Παρά ταύτα, η NSA έχει προειδοποιήσει ότι το Πεκίνο συνεχίζει να εκμεταλλεύεται την τεχνολογία των ΗΠΑ για να αναπτύξει τη δική του οικονομία, αυξάνοντας την ένταση μεταξύ των δύο χωρών, η οποία ξεσπά στον εμπορικό πόλεμο.
Η γερμανική κυβέρνηση εισηγείται, τώρα, κάθε μη ευρωπαϊκή εταιρία που θέλει να αποκτήσει συμμετοχή μεγαλύτερη του 10% σε γερμανική που ασχολείται με την άμυνα, την τεχνολογία ή τα μέσα ενημέρωσης, να χρειάζεται ειδική άδεια από κρατικές υπηρεσίες.
Από το 2017, το κατώτατο όριο έχει τεθεί στο 25%, το οποίο εφαρμόστηκε σε εταιρίες στρατηγικής σημασίας, εφόσον η επένδυση θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια.
Η Γερμανία δεν ανέφερε άμεσα την Κίνα ως στόχο των κανονισμών, αλλά πρόσφατα απέρριψε δύο συμφωνίες από την Ασία. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, χρειάστηκε να επιστρατεύσει την KfW προκειμένου να επενδύσει αυτή, για να αποκρούσει το κινεζικό ενδιαφέρον, σε εταιρία ηλεκτρισμού, δεδομένου ότι το ποσοστό που προσπαθούσε να εξαγοράσει η κινεζική εταιρία ήταν μικρότερο του ορίου του 25%.
Τον Ιούλιο, η τράπεζα KfW της Γερμανίας απέκτησε μερίδιο 20% στη γερμανική εταιρεία χαρτοφυλακίου 50Hertz Transmission GmbH της Γερμανίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προσπάθειες της κινεζικής κρατικής εταιρίας Grid Corporation, επικαλούμενη μάλιστα “λόγους εθνικής ασφάλειας” για την απόφαση.
Παλαιότερα, η γερμανική κυβέρνηση απαγόρευσε επίσης την πώληση της Leifeld Metal Spinning AG σε κινεζικό Fund λέγοντας ότι θέτει σε κίνδυνο «δημόσια τάξη και ασφάλεια».
Άλλες ευρωπαϊκές χώρες εμπόδισαν επίσης τις κινεζικές αγορές φέτος. Τον Φεβρουάριο, η γαλλική κυβέρνηση σταμάτησε την πώληση του αεροδρομίου της Τουλούζης σε μια κινεζική κοινοπραξία.
Κινέζοι αξιωματούχοι κάλεσαν την ΕΕ να μην κάνει διακρίσεις κατά των ξένων επενδύσεων και να υποστηρίξει τους παγκόσμιους κανόνες. Ωστόσο, οι υπάλληλοι της ΕΕ λένε ότι η ίδια η Κίνα δεν ανοίγει τη δική της αγορά για αλλοδαπούς.
Στο πλαίσιο των προσπαθειών της για την ελάφρυνση των εντάσεων με τις ΗΠΑ, η Κίνα ετοιμάζει ένα νέο πρόγραμμα που θα δώσει στις ξένες εταιρείες μεγαλύτερη πρόσβαση στην κινεζική αγορά. Η έκταση και η αποτελεσματικότητά της, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι ασαφής.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν είναι τυχαίο ότι στο φετινό World Economic Forum του Νταβός, που κεντρικός ομιλητής ήταν ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Ζινπίνγκ, δεν παρέστη η Άγκελα Μέρκελ.