Το Παρίσι μοιάζει μια βομβαρδισμένη και υπό κατοχή πόλη, καθώς η ατμόσφαιρα μυρίζει καμμένο και… μπαρούτι, λόγω των σφοδρών επεισοδίων χθες και της έντονης και διαρκούς αστυνομικής παρουσίας. Αυτή, δεν είναι η πρώτη φορά που η γαλλική πρωτεύουσα αντιμετωπίζει βίαιες διαδηλώσεις, είναι όμως η πρώτη που Γάλλος πρόεδρος σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να κηρύξει την πόλη σε κατάταση εκτάκτου ανάγκης, εξαιτίας τέτοιων γεγονότων.
Ο Μακρόν βρίσκεται σε δεινή θέση καθώς φαίνεται ότι αφενός υποτίμησε την έκταση του φαινομένου “κίτρινα γιλέκα” την ανταπόκριση -παθητική και ενεργητική- της γαλλικής κοινωνίας και το ενδεχόμενο εξελιξης του ετερόκλητου όχλου σε οργανωμένο κίνημα κατά του ίδιου και της κυβέρνησής του. Ο πρόεδρος της Γαλλίας όμως φοβάται την ανάδειξη της ακροδεξιάς μέσα από το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων”, ακόμα και την παρέμβαση-εκμετάλλευση της αναταρραχής από τον Πούτιν ή ακόμα και τον Τραμπ και ως εκ τούτου οι επιλογές του είναι περιορισμένες και ο αντίκτυπός τους θα πρέπει να σταθμιστεί ψύχραιμα, τόσο σε βραχυχρόνιο, όσο και σε μεσοπρόθεσμο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή και εσωτερική πολιτική σκηνή.
Αν οι φόβοι του Μακρόν ευσταθούν, που δεν αποκλείεται, τότε η υπόθεση των “κίτρινων γιλέκων”, όπως και των “αγανακτισμένων” παλιότερα και τώρα των καταλήψεων στην Ελλάδα δεν μπορεί να παραβλέπονται και να υποτιμώνται, καθώς δεν απαξιώνονται. Αντιθέτως, οι παράγοντες που επωφελούνται από αυτά θα χρησιμοποιήσουν τη βία και την πολιτική αδυναμία για να πάρουν αποτελέσματα και να βαθύνουν τον κοινωνικό διχασμό, επιδιώκοντας διάχυσή του και στην Ευρώπη.
Ο Εμμάνουελ Μακρόν, με την αποδοχή του σε ιστορικά χαμηλά, κάτω από το 25%, πιεζόμενος από τις ΗΠΑ και με την Ευρώπη σε αναβρασμό λόγω Brexit, συγκρούσεων με την Ιταλία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, ενώ προωθεί παράλληλα μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό, ευρωστρατό και την αλλαγή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης, πιάνεται εκτός θέσης, καθώς όταν εκδηλώθηκαν οι ταραχές βρίσκονταν στο G 20, χωρίς σχέδιο, παρά το γεγονός ότι οι διαδηλώσεις της προηγούμενης εβδομάδας είχαν δώσει ενδείξεις ότι τα “κίτρινα γιλέκα” μετεξελίσσονταν σε κίνημα και ότι μετά τη μια νεκρή, η βία αποκτούσε μόνομο χαρακτήρα και κλιμακούμενη δυναμική.
Έτσι, επιχειρώντας να καλύψει τα κενά στον σχεδιασμό και τη -μέχρι στιγμής- πολιτική του ανεπάρκεια ο Εμμάνουελ Μακρόν αναζητά λύσεις στον κατασταλτικό μηχανισμό, έχοντας ήδη περασει δύο αμφιλεγόμενα νομοσχέδια για τον έλεγχο των fake news, ενόψει των ευρωεκλογών.
Αν τελικά ο Γάλλος πρόεδρος επιλέξει να κυρήξει το Παρίσι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης σε μια προσπάθεια να καταστήλει τις ταραχές, ρισκάρει να αποκαλύψει την έλλειψη κοινωνικών ερεισμάτων και να παραδεχθεί μια μεγάλη πολιτική ήττα, στέλνοντας μήνυμα απομονωμένου ηγέτη ο οποίος κυβερνά υπό πίεση και αποφασίζει εν θερμώ, αγόμενος από τα γεγονότα, προφίλ που θα αποδυναμώσει τη θέση του διεθνώς.
Η επίδειξη καταστακτικής πυγμής, σε αυτή τη φάση κρύβει περισσότερα προβλήματα και παγίδες από τα θετικά οφέλη που ενδεχομένως να έχει για την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας και την πρόληψη εκτρόπων. Η καταστολή, σε συνδυασμό με την επιθετική επικοινωνιακή διαχείριση και τη στοχοποίηση της ακροδεξιάς ως δύναμης που υποκινεί τη βία, ενέχουν τον κίνδυνο ταύτισης της με τα “κίτρινα γιλέκα”, προσφέροντας έτσι μια τεράστια πολιτική νίκη στη Λε Πεν και τον… Πούτιν.
Πλέον η στάση του Μακρόν θα δείξει αν μπορεί να βρει κοινωνικές αναφορές και να προωθήσει πολιτικές που θα αποκασταστήσουν το ρήγμα και την αποδοχή του, ή θα συνεχίσει να κυβερνά αναμένοντας το επόμενο μεγάλο κύμα αντιδράσεων που θα τον αναγκάσει σε ανασχηματισμό προσώπων, σπαταλώντας το όποιο πολιτικό κεφάλαιο του έχει απομείνει.
Από την άλλη πλευρά, ο Εμμάνουελ Μακρόν έχει χαρτιά και δυνατότητα να επιχειρήσει πολιτικά ανοίγματα, τα οποία ενόψει ευρωεκλογών είναι όχι απλά αναγκαία αλλά επιβεβλημένα, καθώς στόχος η απομόνωση της ακροδεξιάς και όχι η ενσωμάτωσή-συσχέτισή της στα κινήματα και στις δυναμικές κοινωνικές ομάδες. Συνεπώς, μια ήττα-ανάσχεση των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων, θα μπορύσε να αποδειχθεί πολιτικά σωτήρια, ενδυναμώνοντας το απαξιωμένο κοινωνικό προφίλ του Μακρόν, να συμβάλλει στη δημιουργία κοινού χώρου με άλλες πολιτικές δυνάμεις και στην επανάκτηση κοινωνικών ερεισμάτων.