Να εμπεδώσει ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από την ενεργοποίηση των στελεχών, φορέων και κινημάτων, ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο κάλεσε ο Αλέξης Τσίπρας τα στελέχη του κόμματος, εμμέσως πλην σαφώς, από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξει διάθεση αλλαγής του μοντέλου πολιτικής διαχείρισης και λήψης αποφάσεων, αφού πρώτα πέρασε από τη Βουλή τα πρώτα νομοσχέδια που σηματοδοτούν την κυβερνητική επανεκκίνηση.
Ο πρωθυπουργός επιλέγει επικοινωνιακά να προωθήσει την εκδοχή του κυβερνητικού restart, αρχής γενομένης από την έξοδο από το Μνημόνιο, προβάλλοντας έτσι τα νομοσχέδια για τη μη-περικοπή των συντάξεων, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, την επιστροφή των αναδρομικών στους ενστόλους και το κοινωνικό μέρισμα, ως το πραγματικό δείγμα γραφής της κυβέρνησής του, σε αντιδιαστολή με τις πολιτικές που ακολούθησε έως τώρα, υπό τη δέσμευση των Μνημονίων.
Επικοινωνιακά και πολιτικά, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι διαμορφώνει ένα νέο πολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα θέσει νέους κανόνες αντιπαράθεσης και θα επιχειρήσει να επαναπροσιορίσει την περίοδο για την οποία θα λογοδοτήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ως αυτή μετά από την έξοδο από το Μνημόνιο.
«Η Ελλάδα μετρά τις πρώτες 100 μέρες της εκτός μνημονίων. Τις 100 πρώτες πραγματικά δικές μας μέρες» είπε και τόνισε πως «έχουμε τα πρώτα δείγματα γραφής»,
ενώ συμπλήρωσε: «Τώρα είναι η ώρα να επιταχύνουμε την υλοποίηση του δικού μας προγράμματος».
Παραλληλα επιχείρησε να ταυτίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Πολ Τόμσεν και τις πολιτικές του ΔΝΤ, θέλοντας να τραβήξει μια διακριτή κοινωνική και πολιτική διαχωριστική γραμμή, στρατηγική που εντάσσεται στον ευρύτερο σχεδιασμό περιχαράκωσης και ανάκτησης της πολιτικής ηγεμονίας στον προοδευτικό-κεντροαεριστερό χώρο.
Ο κ. Τσίπρας χαρακτήρισε τον πρόεδρο της Ν.Δ. Κυριάκο Μητσοτάκη «alter ego» του Πολ Τόμσεν και τον κατηγόρησε ότι διαθέτει «μνημονιακό» πρόγραμμα. «Το ΔΝΤ επιτέλους έφυγε, οι ιδέες του Τόμσεν έμειναν», τόνισε και συμπλήρωσε: «Ψηφιζεις Ν.Δ. και έρχεται “πακέτο” το ΔΝΤ».
Για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, είπε πως έγινε ένα πρώτο σημαντικό βήμα και διαμήνυσε: «Δεν θα κάνουμε πίσω, θα προχωρήσουμε, θα συνεχίσουμε τον διάλογο, ώστε να υπάρξει κατανόηση για να λυθεί το ζήτημα». Σε ό,τι αφορά τη Συμφωνία των Πρεσπών, τόνισε επίσης ότι «δεν θα κάνουμε πίσω», συμπληρώνοντας πως «οι ακραίες φωνές που την πολεμούν είναι αυτοί που θέλουν τα Βαλκάνια του μίσους».
Ο πρωθυπουργός είπε πως έχει έρθει η ώρα για τομές υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας. «Να κάνουμε πράξη την πολιτική αναδιανομής και ενίσχυσης της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων. Να δώσουμε το τελικό χτύπημα στο καθεστώς σήψης, της διαφθοράς και της διαπλοκής στη χώρα», διευκρίνισε. Ανέφερε εξάλλου πως «τίποτα από όσα νομοθετούμε αυτή την περίοδο και όσα θα νομοθετήσουμε υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν θα γινόταν πράξη χωρίς τον δικό μας σχεδιασμό» και επανέλαβε ότι «εμείς πράγματι υπηρετούμε συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα».
Η δήλωση αυτή αποτελεί συνέχεια αντίστοιχων τοποθετήσεων του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου και απευθύνεται στο αριστερό ακροατήριο, στους 53+ και στα κινήματα που είχαν αποστασιοποιηθεί και απομακρυνθεί από την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της μνημονιακής πολιτικής.
Σημείωσε, δε, ότι προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι ο κόσμος της εργασίας, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι. «Στη βάση αυτής της ταξικής μεροληψίας, παίρνει συγκεκριμένη μορφή το εκλογικό δίλημμα του 2019» συμπλήρωσε. Σημείωσε εξάλλου ότι «με τη Ν.Δ. μας χωρίζει όχι μόνο αξιακή, αλλά και προγραμματική άβυσσος» και κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση πως διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.
Είπε επιπλέον πως «ακόμα και οι ομοϊδεάτες του κ. Μητσοτάκη στην Ευρώπη δεν μπορούν παρά να διακρίνουν ποιος είναι και ποιος δεν είναι αξιόπιστος ποιοι είναι αυτοί που έριξαν την Ελλάδα στα βράχια της χρεοκοπίας και ποιοι είναι αυτοί που την έσωσαν. Εκτοξεύοντας βέλη στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του καταλόγισε ότι σχεδιάζει απολύσεις και «οραματίζεται το ασφαλιστικό σύστημα Πινοσέτ», ενώ υποστήριξε πως η Ν.Δ. θέλει να επιστρέψει για να υλοποιήσει το σχέδιο διάλυσης της δημόσιας υγείας, υπέρ κάποιων καρτέλ.