Ως credit positive για τις τράπεζες χαρακτηρίζει η Moody’s το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς αποδέχεται τις βασικές παραδοχές για τη βελτίωση της ποιότητας τόσο του ενεργητικού, όσο και του παθητικού. Παράλληλα, όμως, ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει με βάση το προτεινόμενο μοντέλο θα διαφοροποιηθεί το νομικό και τεχνικό καθεστώς του αναβαλλόμενου φόρου, ο οποίος αποπληρωθεί σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα από το ελληνικό Δημόσιο προς τα SPV’s.
Συνεπώς, η Moody’s ξεκαθαρίζει ότι το ελληνικό Δημόσιο θα αναγκαστεί να εισφέρει περί τα 7,5 δισ. σε όχι πολύ μακρινό χρονικό διάστημα, ώστε να καταστεί το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος εφικτό.
Όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης, το σχέδιο κάνει λόγο για μεταφορά μεγάλου μέρους των NPE’s που βρίσκονται στους ισολογισμούς των τραπεζών και ένα τμήμα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs) σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (SPV).
Η πρόταση “κρίνεται ως credit positive για τις ελληνικές τράπεζες διότι θα βελτιώσει την ποιότητα των assets τους καθώς και την ποιότητα της κεφαλαιακής τους βάσης, χάρη στη χαμηλότερη αναλογία των DTCs. Οι τράπεζες που θα επωφεληθούν από την πρόταση, παρουσιάζονται στον πίνακα.
Τα NPEs θα μεταφερθούν σε καθαρή λογιστική αξία (καθαρή από προβλέψεις για επισφαλή δάνεια) σε ένα SPV, μαζί με τις DTCs που αντιστοιχούν στην επιπλέον δυνητική ζημιά από τα NPEs.
Η νομοθεσία που θα θεσπιστεί, θα μετατρέπει αυτές τις DTCs σε αμετάκλητη απαίτηση από το SPV στο ελληνικό δημόσιο, με ένα προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής.
Το SPV θα εκδώσει τίτλους με τα NPEs ως collateral, σε τρεις κλάσεις (senior, mezzanine, junior), για να χρηματοδοτήσει τη συναλλαγή. Τα junior θα τα αναλάβουν οι τράπεζες (έως 20%) και το ελληνικό δημόσιο. Τα senior και mezzanine θα απευθύνονται ενδεχομένως σε ιδιώτες επενδυτές.
Όπως έχει επισημάνει το Crisis Monitor, η διαδικασία αυτή αναγκάζει το υπουργείο Οικονομικών να χρησιμοποιήσει σημαντικό μέρος του κεφαλαιακού αποθέματος των 24 δισ., χωρίς όμως να λαμβάνει ως αντάλλαγμα μετοχές ή ομόλογα, αλλά αντιθέτως ρίχνοντας τα 7,5 δισ. στη μαύρη τρύπα των κόκκινων δανείων και στα χέρια επενδυτών που θα αγοράσουν τα NPL’s στοχεύοντας στην αποπληρωμή από το Δημόσιο και όχι στην πραγματική εκμετάλλευση του χαρτοφυλακίου.
Όπερ σημαίνει ότι θα περιοριστεί άμεσα ο δημοσιονομικός χώρος και η κεφαλαιακή αυτονομία της Ελλάδας, καθώς κεφάλαια που είχαν προϋπολογιστεί για την αποπληρωμή υποχρεώσεων της χώρας θα χαθούν, μεταβάλλοντας ουσιαστικά και αρνητικά το δημοσιονομικό προφίλ της χώρας.
Η εικόνα των τραπεζών
Τα NPEs στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαμορφώνονται στα περίπου 89 δισ. ευρώ (τον Ιούνιο) ή στο 48% του συνόλου των δανείων στον ισολογισμό. Ο δείκτης επηρεάζεται από την απουσία δανειακής επέκτασης τα τελευταία χρόνια και την απομόχλευση των ισολογισμών των τραπεζών.
Η προτεινόμενη δομή θα βελτιώσει την ποιότητα των τραπεζικών assets, με τη δραστική μείωση του επιπέδου των NPEs στα βιβλία τους και τη μείωση του ποσοστού των DTCs (περίπου 16 δισ. ευρώ για τον τραπεζικό τομέα τον Ιούνιο του 2018) στο ρυθμιστικό τους κεφάλαιο, στο περίπου 30% από το 57%.
Παρά την ενδεχόμενη μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κατά περίπου τρεις ποσοστιαίες μονάδες, θα ενισχύσει επίσης το ποσοστό της καλής ποιότητας κεφαλαίων (όχι DTC).
Παρόλα αυτά, η επιτυχία του σχήματος θα εξαρτηθεί από τις τιμές μεταβίβασης των NPEs καθώς και από τον όγκο των junior τίτλων που θα διατηρήσουν οι τράπεζες στον ισολογισμό τους, δεδομένου ότι αυτοί οι τίτλοι θα συνεχίσουν να φέρουν το ρίσκο πιθανών επιπρόσθετων ζημιών.