Η Ρωσία, εκμεταλλευόμενη, πιθανώς, την πολιτική αδυναμία και απομόνωση του Πέτρο Ποροσένκο, πέτυχε -αναμφίβολα- να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας, για ακόμη μια φορά, ενώ επιχειρεί να σύρει το διεθνή παράγοντα σε μια ευρεία, πολυμέτωπη και από μηδενική βάση διαπραγμάτευση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα Γιάλτα*.
Από τη Συρία μέχρι τη Μολδαβία και από το Αφγανιστάν μέχρι το Ιράν, την Τουρκία και τα Βαλκάνια η Μόσχα ξεδιπλώνει το γεωπολιτικό της δόγμα επιχειρώντας όχι μόνο να αποκομίσει οικονομικά οφέλη αλλά να αποσταθεροποιήσει και να ανατρέψει το υφιστάμενο γεωπολιτικό status quo, θέλοντας να το αντικαταστήσει μια διαρκή κυκλική ρευστότητα, η οποία θα καθιστά τις κυβερνήσεις χειραγωγήσιμες και τις χώρες ευάλωτες στις ρωσικές βουλές.
Η Ρωσία επιχειρεί τώρα να ξεπαγώσει και να αναδείξει όλα τα μέτωπα, παίζοντας όχι απαραίτητα το δικό της χαρτί, αλλά οποιοδήποτε βοηθά στην κατεύθυνση της αποσταθεροποίησης και διατηρώντας τη δυνατότητα να αλλάξει θέση, στάση και ιδιότητα στη συνέχεια.
Η χρονική περίοδος και συγκυρία μέσα στην οποία επιλέγει να αναπτύξει τις δυνάμεις της η Μόσχα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατηγικό επίπεδο, δεν είναι τυχαία αλλά προσεκτικά επιλεγμένη, καθώς το ρήγμα στο NATO είναι όχι μόνο υπαρκτό αλλά και επισήμως διαπιστωμένο από τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Εμμάνουελ Μακρόν και την Άγκελα Μέρκελ. Επίσης και το Brexit, αν και δρομολογημένο αφήνει ουλές στο σώμα της ΕΕ, τις οποίες επιδεινώνουν οι φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και την Ιταλία.
Ο Ευρωστρατός, από την άλλη πλευρά, αν και αποτελεί ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο, παραμένει σε εμβρυακό στάδιο, ενώ η ωρίμανση της ΕΕ, εξαιτίας της απειλής από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, σκοντάφτει στους έξωθεν πυροδοτούμενους εθνικισμούς και στην αποτυχία της Γερμανίας να ηγεμονεύσει.
Η Ευρώπη θέλει και προσπαθεί να ωριμάσει, η Γερμανία, όμως, αποδεικνύει ότι παραμένει στην εφηβεία και ότι η επίδραση του Μαξ Βέμπερ είναι πολύ βαθιά στην πολιτική της κουλτούρα και πρακτική, καθώς εμφορείται από σύνδρομα κονφορμισμού και θρησκευτικού τύπου εμμονές που καθηλώνουν και υπονομεύουν οποιαδήποτε ευρωπαϊκή ατζέντα. Η Γαλλία, τελεί εν μετρία συγχύσει, καθώς παρά τη νίκη του Μακρόν έναντι της Λε Πεν, στην πραγματικότητα η κοινωνία παραμένει βαθιά διχασμένη και βυθισμένη στον εαυτό της, αδυνατώντας να εμπνεύσει αλλαγή.
Την ίδια στιγμή οι λαϊκιστικές-εθνικιστικές κυβερνήσεις στην Ιταλία, την Ουγγαρία, την Τσεχία, την Πολωνία, την Αυστρία και τη Ρουμανία, αποτελούν επιχειρούν ενεργά να αναστρέψουν δεκαετίες προόδου και μεταρρυθμίσεων, να αποδομήσουν και εν τέλη να υποσκάψουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, στο βωμό ενός έξωθεν τροφοδοτούμενου εθνικισμού, που ευδοκιμεί στα νεκρά σημεία που διαμορφώνει η βεμπερική αντίληψη της Γερμανίας για την οικοδόμηση της οικονομικής σταθερότητας και πολιτικής ανεξαρτησίας της ΕΕ.
Η Ευρώπη σε κίνδυνο: Ο Τραμπ, ο Πούτιν και κακός εαυτός της
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν επενδύοντας στην ανάγκη της Γερμανίας και κατ’ επέκταση της Ευρώπης για σταθερότητα, εμφανίζεται ως ο “μπαρουτοκαπνισμένος” πωλητής της ειρήνης. Προσφέρει λύσεις, ζητώντας ανταλλάγματα, η αποδοχή των οποίων όμως, κρύβει ολοένα και περισσότερα προβλήματα. Όπως για παράδειγμα το Συριακό, το οποίο η Ρωσία χρησιμοποιεί ως όχημα για την ανατροπή του status quo στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, στρατηγική, πανομοιότυπη με αυτή που ακολουθεί ο Ντόναλντ Τραμπ.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι αυτό που θα έλεγε κανείς ο “τίμιος” εχθρός της ΕΕ, που ενδεχομένως μακροσκοπικά να συμβάλλει στην ωρίμανση και ατσάλωσή της. Οι εμπορικοί πόλεμοι, η πολιτική αντιπαλότητα και οι διαρκείς και δημόσιες αντεγκλήσεις δίνουν στην Ευρώπη τη δυνατότητα του επαναπροσδιορισμού της, προοπτική φιλόδοξη αλλά και δύσκολη, καθώς τόσο ο Τραμπ όσο και ο Πούτιν επιδιώκουν με την πολιτική τους να επηρεάσουν ακριβώς αυτή την ατζέντα.
Αμφότεροι οι πρόεδροι ΗΠΑ και Ρωσίας πιέζουν ασφυκτικά την Ευρώπη σε όλα τα μέτωπα, υποστηρίζουν και προωθούν τις ευρωφοβικές κυβερνήσεις, ενδυναμώνουν τις φυγόκεντρες τάσεις στον πυρήνα και την περιφέρεια της Ευρώπης. Η νωχελικές και υποδεέστερες των περιστάσεων, απαντήσεις της Γερμανίας και των Βρυξελλών στις προκλήσεις, όμως, έχουν δημιουργήσει ικανό χώρο, που τώρα δύσκολα περιορίζεται.
Το δίλημμα της Ευρώπης
Η Ευρώπη βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα χωρίς σωστή απάντηση: Θα αποδεχθεί τις απαιτήσεις των ακροδεξιών στο μεταναστευτικό, τη νομή της εξουσίας και την οικονομική αυτονομία, με στόχο να κερδίσει χώρο, χρόνο και να διατηρήσει τα προσχήματα της ευρωπαϊκής συνοχής ή θα απαντήσει σκληρά απορρίπτοντας τις λαϊκιστικές φωνές που έχουν φωλιάσει μέσα στις καθημαγμένες, από την κρίση, κοινωνίες, ρισκάροντας τη διάχυση και εμβάθυνση των κρίσεων, στέλνοντας μήνυμα στιβαρής ηγεσίας απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς.
Τόσο το Βερολίνο όσο και οι Βρυξέλλες αν και αρχικά κινήθηκαν στην κατεύθυνση της διεύρυνσης της Ευρώπης, αναβιώνοντας τις προοπτικές των βαλκανικών χωρών, στη συνέχεια έκαναν πίσω, διαψεύδοντας για ακόμη μια φορά τις ελπίδες και τροφοδοτώντας και στην πλέον ευαίσθητη περιοχή αντιευρωπαϊκές τάσεις. Το ενοχικό άνοιγμα της ΕΕ που εξελίσσεται σε παταγώδη αποτυχία αποκαλύπτει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο την αδυναμία της ΕΕ να κινηθεί συντεταγμένα και έγκαιρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αναδύονται, πριν αυτά καταστούν απειλητικά.
Το μοντέλο αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης, ή ακόμα και της κυπριακής ή της πορτογαλικής έχει αποτύχει και η επιστροφή σε αυτό θα σήμαινε ότι η ΕΕ δεν έμαθε από τα λάθη της, κάτι που είναι αντιληπτό στις Βρυξέλλες. Στο Βερολίνο όμως γνωρίζουν ότι αν και οι Πέντε Αστέρες στην Ιταλία είναι μια λαϊκιστική πλην όμως συνεννοήσιμη και διαχειρίσιμη δύναμη, η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι είναι ακριβώς το αντίθετο, ενώ το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία κατακερματισμένο. Οι λύσεις συνεπώς που ορίζονται σε αυτό το πεδίο κάθε άλλο παρά εύκολες είναι.
Φυγή προς τα μπρος
Η Ευρώπη πλέον δεν μπορεί να ελπίζει, αλλά επιβάλλεται να δράσει, να κινηθεί συνεκτικά, και να περιορίσει τις έξωθεν παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά της ζητήματα. Πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη αναληφθεί, τόσο μέσω της νομοθεσίας για πρόληψη και αποτροπή των fake news και της προπαγάνδας, αλλά και με την ενίσχυση δομών, ελέγχων και αρχών για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος.
Τα πρώτα αποτελέσματα παρήχθησαν από έρευνες της OLAF που οδήγησαν στο πάγωμα των λογαριασμών της Λέγκας, στην Ιταλία, και του Εθνικού Μετώπου της Λε Πεν στη Γαλλία, καθώς και στους ελέγχους στη Danske και τη Deutsche Bank. Παράλληλα όμως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πέρασε νόμο για τον έλεγχο των χρηματοδοτήσεων στα κόμματα, θέλοντας να μπλοκάρει τις δωροδοκίες και την ανάδειξη επιδοτούμενων από τρίτες χώρες, ευροφοβικών κομματων.
* Κατά το χρονικό διάστημα από 4 έως 11 Φεβρουαρίου του 1945 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Φραγκλίνος Ρούζβελτ ο ηγέτης της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν και ο Βρετανός Πρωθυπουργός Σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ, οι τρεις νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συναντήθηκαν στην Γιάλτα της Ρωσίας για την πραγματοποίηση της δεύτερης συνόδου κορυφής (είχε προηγηθεί ανάλογη διάσκεψη στην Τεχεράνη από τις 28 Νοεμβρίου έως την 1η Δεκεμβρίου του 1943).
Η διάσκεψη αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Η Διάσκεψη της Γιάλτας» καθώς πραγματοποιήθηκε στο μέγαρο της Λιβάντια (Livadia) που βρίσκεται κοντά στην πόλη της Γιάλτας. Η σύνοδος αυτή θεωρείται μεγάλης σπουδαιότητας, κυρίως λόγω των θεμάτων που διαπραγματεύτηκαν οι “Τρεις Μεγάλοι” (The big three, όπως ήταν τότε το προσωνύμιό τους) και είχε να κάνει με την μεταπολεμική πολιτική που θα ακολουθούσαν σχετικά με τις χώρες που είχε καταλάβει η Ναζιστική Γερμανία αλλά και με την τύχη των χωρών που είχαν συμμαχήσει με αυτήν. Ο Ρούσβελτ επιθυμούσε η σύνοδος να πραγματοποιηθεί σε κάποιο σημείο της Μεσογείου, αλλά ο Στάλιν επέμενε ότι οι γιατροί του δεν του επέτρεπαν μεγάλα ταξίδια και ο Ρούζβελτ υποχώρησε, αν και η υγεία του ήταν πολύ περισσότερο κλονισμένη. Έτσι, επί επτά ημέρες οι αρχηγοί των κρατών – νικητών καθόριζαν την μορφή που θα είχε ο μεταπολεμικός κόσμος. Για καθέναν από τους ηγέτες η διάσκεψη είχε εξαιρετική σημασία, ο πόλεμος όδευε προς το τέλος του καθώς ο Κόκκινος Στρατός απείχε μόλις 100 χλμ. από το Βερολίνο και η κατάρρευση της Γερμανικής κυριαρχίας ήταν ζήτημα χρόνου. Οι Βρετανοί ήθελαν να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν από την προπολεμική “υγειονομική ζώνη” γύρω από την ΕΣΣΔ, τις ΗΠΑ απασχολούσε κυρίως ο παράγοντας Ιαπωνία και ο Ειρηνικός Ωκεανός και η είσοδος της ΕΣΣΔ στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας κάτι που επιθυμούσαν διακαώς. Έτσι, λοιπόν, στην Διάσκεψη της Γιάλτας:
- Επισημοποιήθηκε η πρόθεση για τη δημιουργία του Ο.Η.Ε.
- Απορρίφθηκε η πρόταση των Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ για διαμελισμό της Γερμανίας
- Αποφασίστηκε η εκμηδένιση του γερμανικού μιλιταρισμού και ναζισμού, για να μην μπορέσει ξανά η Γερμανία να απειλήσει την παγκόσμια ειρήνη.