Σε bear market φαίνεται ότι εισέλθει πλέον το πετρέλαιο, καταγράφοντας μάλιστα τις μεγαλύτερες ημερήσιες απώλειες των τελευταίων τριών ετών την Παρασκευή, καθώς η πτωτική δυναμική εντείνεται, καθώς ο ανταγωνισμός χωρών του ΟΠΕΚ και Ρωσίας για τα μερίδια αγοράς, που αποδεσμεύονται εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν, οδηγεί σε προσωρινή υπερπροσφορά.
Χθες, η βουτιά προσέγγισε το 8%, ενώ οδήγησε την τιμή του πετρελαίου σε αρνητικό έδαφος για έβδομη διαδοχική εβδομάδα, επιβεβαιώνοντας την είσοδο σε μακροχρόνιο bear market.
Τα συμβόλαια WTI απώλεσαν 4,21 δολάρια ή κατά 7,7% σε μια μόνο συνεδρίαση, υποχωρώντας στα 50,42 δολάρια το βαρέλι. Πρόκειται για τη χειρότερη ημερήσια επίδοση από τις 6 Ιουλίου του 2018.
Καλύτερη ήταν η κατάσταση στο Λονδίνο, όπου τα συμβόλαια Brent υποχώρησαν κατά 5,9%, στα 58,94 δολάρια, το χαμηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2017.
Οι αποψινές πιέσεις αναζωπύρωσαν τα σενάρια περί της ανάληψης δράσης εκ μέρους του ΟΠΕΚ, μέσω της μείωσης της παγκόσμιας παραγωγής. Σημειώνεται ότι το πετρελαϊκό καρτέλ θα συνεδριάσει στις 6 Δεκεμβρίου, στη Βιέννη.
Από τις 3 Οκτωβρίου, όταν και καταγράφηκε το τελευταίο υψηλό στην τιμή του αργού, τα συμβόλαια WTI έχουν απωλέσει το 34% της αξίας τους και τα συμβόλαια Brent το 32% της αξίας τους.
Κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου, η Σαουδική Αραβία υπερέβη σημαντικά τη συνηθισμένη παραγωγή των 10,6 εκατ. βαρελιών ημερησίως, υποκύπτοντας στις πιέσεις των ΗΠΑ για αύξηση της παραγωγής, προκειμένου να μην διαταραχθούν οι ισορροπίες μετά την επιβολή των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν.
Ταυτόχρονα με την αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής όμως, οι εκτιμήσεις για τη διεθνή ζήτηση μόνο αισιόδοξες δεν είναι, γεγονός το οποίο υπονομεύει περαιτέρω τις προοπτικές στην πετρελαϊκή αγορά.
Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, οι αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο και οι ανησυχίες για ηπιότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Κίνα, συνεπάγονται την υποβάθμιση των προοπτικών της ζήτησης για πετρέλαιο.
Και όλα αυτά ενόσω η αμερικανική παραγωγή έχει εκτιναχθεί στα 11,7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως και η ρωσική έχει βρεθεί σε επίπεδα ρεκόρ στη μετα-σοβιετική εποχή, παράγοντας πάνω από 11 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως.