Θολές παραμένουν οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, και η UBS, υποστηρίζοντας ότι τα σχέδια μείωσης των NPE’s-NPL’s που προωθούν οι διοικήσεις και οι ρυθμιστικές είναι φιλόδοξα, αλλά οι λεπτομέρειες που έχουν δοθεί δεν επιτρέπουν την εξαγωγή πλήρους και αξιόπιστης εικόνας, ωστόσο προβλέπονται βραχυχρόνια και μεσοπρόθεσμα κάμψη των κερδών, λόγω της απώλειας κεφαλαίου, ενώ το κλίμα δεν επιτρέπει βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας σε επίπεδο που θα αναπληρώσει την απώλεια της κεφαλαιακής.
Σύμφωνα με την έκθεση του επενδυτικού οίκου, στα τελευταία τέσσερα τρίμηνα, η Eurobank σημείωσε περαιτέρω πρόοδο όσον αφορά τη μείωση των NPEs (-14%) και ο καθαρός σχηματισμός NPE παρέμεινε αρνητικός.
Η UBS εκτιμά ότι τα risk premia που πληρώνουν Eurobank και Alpha Bank θα παραμείνουν υψηλά και σε επίπεδα άνω του 2%, ενώ θα χρειαστεί να “κάψουν” χρήμα προκειμένου να πιάσουν τους στόχους σε NPE’s και NPL’s το 2020, είναι ωστόσο πιο αισιόδοξη για την επίτευξη των δεσμεύσεων το 2019.
Όσον αφορά τη Eurobank, η UBS επισημαίνει ότι ο δείκτης NPEs είναι ο χαμηλότερος στην Ελλάδα (41%), με τη δεύτερη υψηλότερη κάλυψη (56%). Ωστόσο, η UBS δηλώνει ότι είναι επιφυλακτική σε σχέση με τον κεφαλαιακό δείκτη CET1 της τράπεζας (ο οποίος είναι χαμηλότερες από τους υπόλοιπους του κλάδου) αλλά και όσον αφορά την ποιότητα του κεφαλαίου της Eurobank, καθώς οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις DTC αντιπροσωπεύουν το 70% του κεφαλαίου CET1, αφήνοντάς το ιδιαίτερα εκτεθειμένο σε περίπτωση δυσμενών αλλαγών στο ρυθμιστικό περιβάλλον.
Ως αποτέλεσμα των υψηλότερων προβλέψεων για το κόστος κινδύνου (+ 11 μονάδες βάσης στο 1,9% το 2018 και + 43-60 μ.β στο 1,6% -1,9% το 2019-2020), η UBS προχωρά σε διψήφια μείωση των εκτιμήσεών της για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) το 2018-2020, ενώ μειώνει την τιμή-στόχο στα 0,55 ευρώ από 0,97 πριν.
Σύμφωνα με την ανάλυση της UBS, τα τρέχοντα επίπεδα κεφαλαίου της Eurobank είναι επαρκή για την εκτέλεση των στοχευμένων μειώσεων των NPEs το 2019 και τα έσοδα προ προβλέψεων (ΡΡΙ) 2018-2019 θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν με το παραπάνω τις προβλέψεις που απορρέουν από διαγραφές, πωλήσεις και αναδιάρθρωση δανείων. Δεδομένης της φιλοδοξίας της Eurobank για επίτευξη του δείκτη των NPE στο 15% έως το 2021, το κόστος ρίσκου αναμένεται να παραμείνει υψηλό, πάνω από το 1% τουλάχιστον έως το 2021.
Αυτό που παρατηρείται τώρα στη Eurobank, εξαιτίας της επιθετικής πολιτικής μείωσης NPE’s αναμένεται, ωστόσο, να αποτυπωθεί στους δείκτες της Alpha Bank το 2020, σύμφωνα με την έκθεση της UBS.
Η Alpha, όπως επισημαίνει, έχει ισχυρή κεφαλαιακή θέση, αποτελεσματικές λειτουργίες και πρόσφατα καλή πορεία στον εταιρικό τομέα, τα οποία όλα θα πρέπει να βοηθήσουν την τράπεζα στην επίτευξη των στόχων των NPEs, την αύξηση των νέων δανείων και την προσέλκυση καταθέσεων.
Η UBS εκτιμά ότι η Alpha θα έχει επαρκή κεφάλαια για να πετύχει τη μείωση των NPEs το 2019, να εφαρμόσει το IFRS9 και να διατηρήσει ακόμη τους δείκτες CET1 άνω του 15%, με ευρέως ανθεκτικό PPI και με τον πλήρη δείκτη CET1 (συμπεριλαμβανομένης της επίπτωσης του IFRS9) στο 15,5%. Μεταξύ των ελληνικών τραπεζών, ενώ είναι το λιγότερο εξαρτημένη από το DTC, όπως προσθέτει.
Λαμβάνοντας υπόψη το δύσκολο χρονοδιάγραμμα της μείωσης των NPEs που υπέβαλε η Alpha στον SSM και την εφαρμογή του IFRS9, η UBS αναμένει ότι το κόστος κινδύνου της τράπεζας θα κινηθεί άνω του 2% μέχρι το 2020 και άνω του 1% μέχρι το 2022.