Σε όπλο επιλογής για τη δοκιμή πολιτικών στρατηγικών, την αποτίμηση εξελίξεων και την επαγρύπνηση της κομματικής τους βάσης έχουν υποβαθμίσει κυβέρνηση, Νέα Δημοκρατία και κατ’ επέκταση τα media, τα σενάρια εκλογών, εμπλέκοντας μάλιστα σε αυτά, άλλοτε εθνικά θέματα και άλλοτε ζητήματα ήσσονος πολιτικής σημασίας, ενώ στην πραγματικότητα προετοιμάζεται μια μακρά περίοδος πολιτικών αντιπαραθέσεων με ορόσημο τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές τον Μάιο και τις εθνικές κάποια στιγμή στις αρχές Σεπτεμβρίου ή και πριν τον Αύγουστο, όταν όλα τα μέτρα θα έχουν εμπεδωθεί και η κυβέρνηση θα έχει εφαρμόσει εκτεταμένο πολιτικό lifting, που συνίσταται στην αλλαγή εταίρου και τον εναγκαλισμό με τον χώρο του κέντρου.
Μπορεί αυτό να είναι το ψύχραιμο, λογικό και με πολιτική λογική σενάριο, ο πρωθυπουργος όμως σε μια προσπάθεια να ελέγξει τις εξελίξεις και να στείλει μήνυμα πολιτικής υπεροχής, στο εσωτερικό της κυβέρνησης, την αντιπολίτευση και του εταίρους της χώρας, δήλωνε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, ότι «βασικός στόχος είναι οι βουλευτικές εκλογές να γίνουν στην ώρα τους, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2019», προσθέτοντας ωστόσο πως «αυτό θα κριθεί από το πώς θα πάνε τα πράγματα το επόμενο διάστημα».
Η δήλωση αυτή αποτέλεσε εφαλτήριο για ένα νέο κύκλο πολιτικών διεργασιών, οι οποίες οδήγησαν στο άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην εκλογική του βάση, ήτοι προς το κέντρο, αντίστοιχες κινήσεις, μικρότερου βεληνεκούς, από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, έθεσαν το ΚΙΝ.ΑΛ σε θέση άμυνας και Το Ποτάμι σε αναζήτηση πολιτικής πλατφόρμας.
Παράλληλα όμως, μπλόκαρε νέες επενδύσεις, κατέστησε τους εν δυνάμει επενδυτές πιο επιφυλακτικούς και συνέπεσε με την κρίση στην Ιταλία δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό μείγμα πολιτικής και οικονομικής ανασφάλειας στο νότο, που σε συνδυασμό με τον τερματισμό του QE και τις αντιπαραθέσεις ΗΠΑ-ΕΕ σε πολλά μέτωπα, ανέβασαν το ρίσκο σε απαγορευτικά επίπεδα, καίγοντας τον σχεδιασμό για έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Έκτοτε ο πρωθυπουργός και το Μαξίμου εφάρμοσαν πολιτική ελέγχου ζημιών, ξεδιπλώνοντας τον οδικό χάρτη των κρίσιμων εθνικών θεμάτων για να αντιτάξουν τους μακρόπνοους σχεδιασμούς της κυβέρνησης στα μικροπολικά σενάρια εκλογών και να πείσουν τους επενδυτες να αλλάξουν στάση. Η στρατηγική όμως αυτή νακροθετήθηκε από τις εντάσεις του Πάνου Καμμένου με τον Νίκο Κοτζιά και την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να κερδίσει τη στήριξη διεθνούς κλίμακας παραγόντων και εγχώριων επιχειρηματιών.
Τα σενάρια πρόωρων εκλογών απομακρύνει και η επιδεινούμενη κατάσταση του τραπεζικού συστήματος, στο οποίο η πολιτική αποσταθεροποίηση και το εκλογικό κλίμα επιδρούν αρνητικά, επιβαρύνοντας την ήδη εύθραυστη υγεία του συστήματος και αυξάνοντας τον κίνδυνο…
Τώρα, το Σκοπιανό αν και υψηλά στην πολιτική ατζέντα δύσκολα θα αποτελέσει πυροκροτητή εξελίξεων, καθώς κάτι τέτοιο θα υπέσκαπτε την πολιτική σταθερότητα, αποδυναμώνοντας το διεθνή ρόλο και θέση της Ελλάδας, ενώ θα προκαλούσε τις αντιδράσεις εταίρων και συμμάχων, δημιουργώντας δύσκολα διαχειρίσιμες πιέσεις στο πολιτικό σκηνικό.
Το ονοματολογικό, όμως, αναμένεται να προκαλέσει πολιτικές εξελίξεις οδηγώντας στον επαναπροσδιορισμό του κυβερνητικού μείγματος και την αναμόρφωση του κοινοβουλευτικού χάρτη, δίνοντας μια πρώτη αίσθηση των ισορροπιών που θα διαμορφωθούν μετεκλογικά αλλά και αποτελώντας προπομπό για τις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση φαίνεται ότι κινούνται με στρατηγική πολλαπλών pit stop, προκειμένου να δοκιμάσουν την ανταπόκριση της κοινωνίας στους εκλογικούς σχεδιασμούς τους και την αντίδραση στις εξελίξεις. Σε αυτό το πλαίσιο οι Ευρωεκλογές θα αποτελέσουν, όπως συνήθως, “κάλπη εκτόνωσης” της κοινωνικής έντασης και καταγραφής της διαμαρτυρίας για το πολιτικό σύστημα, ενώ στις αυτοδιοικητικές θα δοκιμαστεί η σύγκλιση σε κοινωνικό και μικροκομματικό επίπεδο, καλλιεργώντας το έδαφος και αίροντας τα εμπόδια για συμπράξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Τα ζητήματα καθημερινότητας και οικονομικής επανόρθωσης έρχονται δυναμικά στο προσκήνιο και αναμένεται να αποτελέσουν καταλύτη για τους αναποφάσιστους, ωστόσο δεν έχουν το απαραίτητο ειδικό βάρος για να πυροδοτήσουν εξελίξεις.
Το σενάριο για τετραπλές εκλογές τον Μάιο, αν και αναδεικνύεται ως επικρατέστερο από πολλά media, φαίνεται ότι εργαλειοποιείται για την αύξηση της συσπείρωσης, τον περιορισμό των διαρροών κια για την αύξηση της έντασης. Σε αυτό το σενάριο, κεντρικός άξονας αναδεικνύεται η συμφωνία των Πρεσπών, η οποία τέλος Ιανουαρίου θα έχει ολοκληρωθεί στην ΠΓΔΜ και εν συνεχεία θα είναι η σειρά της Ελλάδας να την κυρώσει.
Οπως έχει ήδη ανακοινώσει, ο ελλάσσον κυβερνητικός εταίρος, Πάνος Καμμένος, θα καταψηφίσει τη συμφωνία, θα αποσύρει τους υπουργούς του, πυροδοτώντας κατ αυτό τον τρόπο, πολιτικές εξελίξεις που θα οδηγήσουν στις κάλπες, αφού θα έχει κυρωθεί από μια ετερόκλητη πλειοψηφία η συμφωνία. Αυτό βέβαια είναι εντελώς υποκειμενικό, καθώς η ακόμα και στην ακραία περίπτωση της καταψήφισης ενός νομοσχεδίου, αυτό δεν συνιστά άρση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, εκτός αν ίδια το έχει θέσει.
Η προκήρυξη εκλογών στο τέλος της τετραετίας, τον Οκτώβριο του 2019, είναι ένα σενάριο που δεν συγκεντρώνει ιδιαίτερες πιθανότητες, αν και σε αυτό έχει επιστρέψει το Μαξίμου, θέλοντας να προβάλει την πολιτική σταθερότητα, ώστε να επιστρέψουν οι επενδυτές, μετά το ροντέο που προκάλεσαν οι δηλώσεις Τσίπρα στη ΔΕΘ.
Υπάρχουν βέβαια και σενάρια που βλέπουν εκλογές πριν από τον Μάιο, σύμφωνα με τα οποία η διαδικασία της αναθεώρησης (αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη Φεβρουαρίου, η οποία είναι βέβαιο πως θα «ανακατέψει» την κοινοβουλευτική τράπουλα και θα δημιουργήσει ένα ευρύ μέτωπο, που σε συνδυασμό με το Σκοπιανό θα αποτελέσουν την ιδανική βάση για μια ηρωική έξοδο.
Εξάλλου, η απόφαση Τσίπρα να απορρίψει την πρόταση Μητσοτάκη, για εξάμηνη προθεσμία στην επιτροπή αναθεώρησης –όπως είχε συμβεί σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις κατά το παρελθόν– αποτυπώνει την πρόθεση του πρωθυπουργού τον ερχόμενο Μάρτιο να μην έχει δεσμεύσεις και εκκρεμότητες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για πιθανό εκλογικό αιφνιδιασμό.
Το επιτελεία των κομμάτων, βέβαια, λαμβάνουν πάντα υπόψη τους και τις δημοσκοπήσεις, ιδιαίτερα τις κρυφές, όπου αποτυπώνονται, τάσεις προθέσεις και διαθέσεις, έτσι ώστε να προσδιορίσουν τη βιωσιμότητα των στρατηγικών τους.