Πρωτοβουλίες που οδηγούν σε αναδιάταξη της ισορροπίας δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο αναλαμβάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, επιλέγοντας τους συμμάχους εκείνους που ευθυγραμμίζονται ή τουλάχιστον δεν αντιτίθενται στην ανάδειξη του Ισραήλ σε ηγεμονική δύναμη στην περιοχη.
Υπ αυτό το πρίσμα, η νέα ισορροπία δυνάμεων στη Ανατολική Μεσόγειο περιλαμβάνει την Ελλάδα, την Κύπρος και την Αίγυπτο, στις δυνάμεις που μπορούν να πλαισιώσουν και να δώσουν νόημα στο νέο ρόλο του Ισραήλ, ως περιφερειακό ενεργειακό κέντρο, στο πλαίσιο του σχεδίου περιορισμού της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία.
Από την άλλη πλευρά, το Ιράν και η Τουρκία, για διαφορετικούς λόγους και κυρίως λόγω της προσέγγισής τους με τη Ρωσία κατατάσσονται ως επιθετικοί παίχτες, με την Τεχεράνη να χαρακτηρίζεται ήδη “adverary” ενώ ο ρόλος της Άγκυρας επανεξετάζεται από το Πεντάγωνο και μέχρι τότε η αμυντική διμερής συνεργασία με τις ΗΠΑ είναι περιορισμένη..
Η Ουάσιγκτον προσανατολίζεται, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή στη συγκρότηση ενός «οργανισμού συνεργασίας για την ασφάλεια στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή… που πιθανώς θα βασιστεί στα τριμερή σχήματα συνεργασίας που έχουν συγκροτήσει τα προηγούμενα χρόνια στην περιοχή η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία με το Ισραήλ, την Ιορδανία και την Αίγυπτο».
Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ, έχει στόχο να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα στη ευρύτερη περιοχή και να δείξει ότι επενδύει σε συμμαχίες με κράτη που μπορούν να συνεισφέρουν θετικά και χωρίς ιδιαίτερες παρεμβάσεις στην ατζέντα, στη δημιουργία ζώνης ασφαλείας και σταθερότητας, η οποία θα βασίζεται σε κοινά γεωοικονομικά συμφέροντα.
Στην πραγματικότητα, το γεωοικονομικό δόγμα των ΗΠΑ προορίζεται να αντικαταστήσει το γεωπολιτικό, με στόχο την ενίσχυση της συνοχής και της αλληλεξάρτησης, έτσι ώστε να περιοριστούν οι εντάσεις και τα οικονομικά σχήματα να επικρατήσουν τον εθνοτικών, θρησκευτικών και εδαφικών συγκρούσεων, παράγοντας κεφάλαιο και προσελκύοντας επενδύσεις.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλτ Τραμπ εμφανίζεται να υιοθετεί μια ενεργητική στρατηγική στην ανατολική Μεσόγειο σε αντίθεση με την παθητική του προκάτοχού του Μπάρακ Ομπάμα. Η στρατηγική της Ουάσιγκτον για την ανατολική Μεσόγειο χαρακτηρίζεται ξεπερασμένη και πολύπλευρη. Συγκεκριμένα η αμερικανική προσέγγιση κατατάσσει την ευρύτερη περιοχή σε γεωπολιτικές γραμμές βασισμένες σε ένα γραφειοκρατικό και διανοητικό διαχωρισμό μεταξύ Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η στρατηγική του Ομπάμα στο εμφύλιο πόλεμο της Συρίας απομόνωσε τις ΗΠΑ και έδωσε πρόσφορο στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση ισλαμικών εξτρεμιστικών ομάδων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στα «σκαριά» μια ρεαλιστική στρατηγική που βασίζεται σε αξιόπιστους εταίρους, τους συντηρητικούς «παίκτες» Ελλάδα, Κύπρος, Αίγυπτος, Ισραήλ με στόχο να προστατέψουν τα ενεργειακά αποθέματα και να αντιμετωπίσουν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Μηνύματα σε Τουρκία
Το σχέδιο των αμερικανών για συγκρότηση ενός «οργανισμού συνεργασίας για την ασφάλεια στην ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή στέλνει μήνυμα και στην Τουρκία που αποτελεί έναν επιθετικό «παίκτη» με επεκτατικές βλέψεις βασισμένες στο δόγμα του «νέο -Οθωμανισμού».
Ο αμερικανός πρόεδρος Τραμπ επιδιώκει να εγκλωβίσει τον τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν στην ανατολική Μεσόγειο ενισχύοντας τις συμμαχίες με κράτη με τα οποία έχει προβληματικές σχέσεις, όπως Ελλάδα, Ισραήλ, Κύπρος. Η Ουάσιγκτον γνωρίζει ότι ο Ερντογάν μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτός αν διαπιστώσει ότι θέτονται σε άμεσο κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα της χώρας του στην ευρύτερη περιοχή. Ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε το Σεπτέμβριο ότι ανά πάση στιγμή μπορεί να στήσει μια στρατιωτική βάση στο ψευδοκράτος.
«Εμείς δεν έχουμε πρόβλημα στρατιωτικής βάσης στην Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου. Είναι θέμα λίγων λεπτών να φτάσουμε εκεί από τα δικά μας εδάφη και να φτάσουμε στην ανατολική Μεσόγειο».
H αντί-τουρκική συμμαχία καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει την τουρκική προκλητικότητα. Η Ελλάδα διαθέτει τη βάση της Σούδας με την οποία οι αμερικανοί ελέγχουν όλη τη ανατολική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα το Ισραήλ ενισχύει το ναυτικό του στόλο και δημιουργεί σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η “χρησιμότητα” της Τουρκίας για την εξυπηρέτηση των αμρικανικών συμφερόντων είναι εγνωσμένη και αποτιμημένη και ως εκ τούτου, μπορεί να περιοριστεί αλλά όχι να αντικατασταθεί, συνθήκη που την αποδέχονται τόσο η Άγκυρα όσο και η Ουάσιγκτον και η οποία είναι ικανή να αποτρέχει μια πλήρους φάσματος μετωπική σύγκρουση.
Συνεπώς, η επιδείνωση των διμερών σχέσεων, δεν μπορεί παρά να είναι συγκυριακή, παράγοντας, όμως, μονιμότερα αποτελέσμαστα για την υπόλοιπη περιοχή, στο πλαίσιο του επαναπροσδιορισμού της σχέσης και σε συνάρτηση με τη χρονική περίοδο που θα διαρκέσει η διελκυστίνδα αυτή.