Οι αμυντικές δαπάνες των χωρών είναι ένας από τους βασικούς ποσοτικούς δείκτες που προσδιορίζουν το είπεδο, τα μέσα και δίνουν μια αίσθηση της ισχύς των ενόπλων δυνάμεων της κάθε χώρας. Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό, ο οποίος κατευνάζειται από τη συμμετοχή τους στο NATO και την ισχυροποίηση της ΕΕ, αλλά απέχει από μια ύφεση.
Στην πραγματικότητα τα μεγέηθη των οικονομιών είναι ενδεικτικά και προσδιοριστκά της αμυντικής δαπάνης της κάθε χώρας. Τα γραφήματα που ακολουθούν, όμως, δείχουν ότι κάποια στιγμή, στην όχι πολύ μακρινή ιστορία, Ελλάδα και Τουρκία δαπανούσαν σχεδόν τα ίδια λεφτά για την άμυνα, μετά το χάσμα άρχισε να διευρύνεται. Οι παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτό είναι πολλοί, ενώ εξίσου αξιωσημείωτη είναι και η αδυναμία περιορισμού του.
Τώρα, η αναθέρμανση εντάσεων, αφενός λόγω της αλλαγής των σημείων ισορροπία και της εμπέδωσης της διαρκούς τουρκικής νευρικότητας ως “νέα κανονικότητα” στο Αιγαίο και η κινητικότητα που αναπτύσει η Ελλάδα στο μέτωπο της Ανατολικής Μεσογείου σε συνδυασμό με τις διεθνείς πιέσεις που ασκούνται στην Τουρκία
Σε αυτή τη φάση η Ελλάδα εξέρχεται από μια ύφεση και η Τουρκία οδεύει πρόσω ολοταχώς σε νέα, που συνεπάγεται, υπό φυσιολογικές συνθήκες, μια διαδικασία εξορθολογισμού των δαπανών και στις δύο χώρες. Ωστόσο, Τουρκία επιχειρεί να παίξει το χαρτί της διπλωματίας των αμυντικών δαπανών, ενσχύοντας δηλαδή τις αγορές εξοπλισμών να κερδίσει την εύνοια μεγάλων δυνάμεων. Η στρατηγική αυτή έχει φέρει αποτελέσματα στο παρελθόν, τώρα όμως το σκηνικό είναι πιο σύνθετο καθώς η προσέγγιση Μόσχας-Άγκυρας έχει αναγκάσει τις ΗΠΑ να παγώσουν τις παραδόσεις των F-35 και τη Γερμανία να μπλοκάρει πωλήσεις όπλων, θέτοντας το καθεστώς Ερντογάν σε ιδιότυπη απομόνωση.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία, προσπαθεί να παίξει το χαρτί της Ρωσίας, υπογράφοντας συμφωνία για την αγορά αντιαεροπορικών πυραύλων S-400, κίνηση η οποία θέλει αρκετό για να ωριμάσει, επιτρέποντας διαπραγματεύσεις, στο μεταξύ.
Η Ελλάδα επιχειρεί επίσης να κινηθεί μέσω στρατηγικών συμμαχιών και ευρωστρατού, ενώ παράλληλα ετοιμάζεται να εξυγχρονίσει τμηματικά τις ένοπλες δυνάμεις της, που είχαν αρχίζει να παρακμάζουν, μετά από μια δεκαετία διαρκούς μείωσης του αμυντικού προϋπολογισμού.
Αμυντικές δαπάνες: Ο ορισμός
Αμυντικές Δαπάνες είναι το σύνολο των δαπανών για την απόκτηση και διατήρηση στρατιωτικής ισχύος. Οι Αμυντικές Δαπάνες μπορούν να υποδιαιρεθούν σήμερα σε τρεις κύριες κατηγορίες:
(1) Δαπάνες για την αποζημίωση του Στρατιωτικού και Πολιτικού Προσωπικού (μισθοδοσία, επιδόματα, αποζημιώσεις, ασφαλιστικές εισφορές).
(2) Δαπάνες για την Υποστήριξη και την Λειτουργία (λειτουργικά έξοδα, ασκήσεις, επιχειρήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων).
(3) Δαπάνες για την προμήθεια Εξοπλισμών και Υποδομών.
Το ΝΑΤΟ έχει θέσει δύο βασικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις Αμυντικές Δαπάνες:
Οδηγία του 2% επί του ΑΕΠ
Τα κράτη-μέλη της Συμμαχίας συμφώνησαν το 2006 να αφιερώνουν τουλάχιστον το 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) σε Αμυντικές Δαπάνες. Η δέσμευση αυτή υποδηλώνει το δείκτη συνεισφοράς των κρατών-μελών στη συλλογική άμυνα, την αξιοπιστία και την πολιτική δέσμευση.
Οδηγία του 20% των Αμυντικών Δαπανών
Οι δαπάνες για την απόκτηση και προμήθεια Εξοπλισμών και Υποδομών θα πρέπει να αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 20% του συνόλου των Αμυντικών Δαπανών. Στόχος της Οδηγίας είναι η αντιμετώπιση του κινδύνου απαρχαίωσης του στρατιωτικού υλικού, η αύξηση της διαλειτουργικότητας-συμβατότητας μεταξύ των οπλικών συστημάτων και η διατήρηση της τεχνολογικής υπεροχής έναντι κάθε δυνητικής απειλής.
Προσωπικό Ενόπλων Δυνάμεων
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας υπήρξαν ανέκαθεν επιστρατευμένοι στρατοί, στηρίζονται δηλαδή στην κινητοποίηση των εφεδρειών τους για την ανάληψη επιχειρήσεων. Η στρατιωτική θητεία εξυπηρετεί πρωτίστως την ανάγκη απόδοσης εκπαιδευμένης εφεδρείας και δευτερευόντως την επάνδρωση των στρατιωτικών Μονάδων από τον καιρό την ειρήνης. Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός από την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία, υποχρεωτική στράτευση υφίσταται στο Ισραήλ και την Αίγυπτο ενώ προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη (Νορβηγία, Δανία, Φινλανδία, Αυστρία, Ελβετία) εφαρμόζουν σύστημα υποχρεωτικής στράτευσης ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.
Ο συνολικός αριθμός του μόνιμου προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ) ανέρχεται σε 85.872 (στοιχεία Δεκεμβρίου 2017), εκ των οποίων λιγότεροι από 7.268 αποτελούν πολιτικό προσωπικό (Οκτώβριος 2015). Όσον αφορά την κατανομή του στις Ένοπλες Δυνάμεις, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Νοέμβριος 2012), στο Στρατό Ξηράς υπηρετούσαν 51.531 στελέχη, στο Πολεμικό Ναυτικό 16.722 και στην Πολεμική Αεροπορία 22.155, συμπεριλαμβανομένων τότε 8.163 πολιτικού προσωπικού.
Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αντιμετωπίζουν οξύτατο πρόβλημα ανανέωσης του στελεχιακού τους δυναμικού λόγω της παρατεταμένης αδυναμίας προσλήψεων Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ) και της μείωσης του αριθμού εισακτέων στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τις Ανώτερες Στρατιωτικές Σχολές Υπαξιωματικών. Μείζον πρόβλημα αποτελεί και η γήρανση του προσωπικού, ιδιαίτερα στον Στρατό Ξηράς όπου ο μέσος όρος ηλικίας διαμορφώθηκε στα 31 έτη κατά το έτος 2017 (Αξιωματικοί: 37,5 έτη, Υπαξιωματικοί ΕΜΘ: 40 έτη, ΕΠΟΠ: 35 έτη, Οπλίτες: 23 έτη) και στο Πολεμικό Ναυτικό με μέσο όρο τα 34,3 έτη (Αξιωματικοί: 42 έτη, Ανθυπασπιστές – Υπαξιωματικοί: 37 έτη, Οπλίτες: 24 έτη). Επιπλέον, η φυγοστρατία σε συνδυασμό με το έντονο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας οδηγούν σε μειωμένη απόδοση των Στρατολογικών Κλάσεων με λιγότερους από 54.000 διαθέσιμους για στράτευση ετησίως. Ως εκ τούτου, η μείωση της διάρκειας της στρατιωτικής θητείας στους 9 μήνες επέφερε καίριο πλήγμα στην επάνδρωση του Ελληνικού Στρατού με συνέπεια να μην καλύπτεται η προβλεπόμενη οροφή προσωπικού για τον καιρό της ειρήνης ενώ παρατηρούνται ελλείψεις σε κρίσιμες ειδικότητες, κενό που επιχειρείται να καλυφθεί με ανακατάταξη και επανακατάταξη οπλιτών για βραχεία περίοδο έως τριών ετών. Λιγότερη προβληματική χαρακτηρίζεται η κατάσταση στο Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία, όπου έχει επιτευχθεί υψηλότατο ποσοστό επαγγελματοποίησης λόγω της φύσης και της αποστολής των δύο Κλάδων και εφαρμόζεται θητεία 12 μηνών. Το σύνολο του ενεργού προσωπικού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων συμπληρώνεται σε περίοδο πολέμου με κινητοποίηση εφεδρειών, ανερχόμενο σε 253.500.
Οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (Türk Silahlι Kuvvetleri: TSK) προωθούν το Σχέδιο Αναδιοργάνωσης 2033 («TSK 2033 Yeniden Yapılanma Projesi»), το οποίο αποσκοπεί μεταξύ άλλων στην επίτευξη υψηλού ποσοστού επαγγελματοποίησης. Το σύνολο του μονίμου προσωπικού των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων ανήλθε το Φεβρουάριο του 2017 σε 192.684, εκ των οποίων οι 153.769 αποτελούν στρατιωτικό προσωπικό (Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί, Επαγγελματίες και Συμβασιούχοι Οπλίτες) και οι υπόλοιποι 38.915 πολιτικό προσωπικό και των τριών Κλάδων. Το στρατιωτικό προσωπικό συμπληρώνεται με 208.515 στρατεύσιμους οπλίτες 6μηνης θητείας (για αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) και 12μηνης θητείας (για αποφοίτους υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης). Σε αντίθεση με την ενημέρωση επί μηνιαίας βάσης για το αριθμητικό μέγεθος των Τουρκικών Γενικών Επιτελείων, η Άγκυρα δεν αποκαλύπτει την κατανομή του στρατιωτικού προσωπικού μεταξύ των τριών Κλάδων και περιορίζεται στην αναφορά του ποσοστού επαγγελματοποίησης που σήμερα βρίσκεται στο 42%.