Διττός και συνάμα αντιφατικός είναι ο στόχος και ο σχεδιασμός του Μεγάρου Μαξίμου, καθώς προσπαθεί να “αποξηράνει τον βάλτο”, γεγονός που προϋποθέτει σκληρές πολιτικές συγκρούσεις και άκαμπτες ιδεολογικές γραμμές, ενώ ταυτόχρονα θέλει να πείσει τις αγορές για την πολιτική σταθερότητα, απομακρύνοντας τα σενάρια πρόωρων εκλογών και δημιουργώντας “καθαρό μονοπάτι” προς άγρα κεφαλαίων κεφαλαίων.
Η στρατηγική, την οποία επιχειρεί να εφαρμόσει ο Αλέξης Τσίπρας, βασίζεται αφενός στην διαρκή και ταχεία εναλλαγή των θεμάτων της επικαιρότητας, με έμφαση στο εσωτερικό μέτωπο και παράλληλα στην εμπέδωση κλίματος σταθερότητας, με στόχο την απομάκρυνση του σεναρίου των πρόωρων εκλογών και τη διασφάλιση της κυβερνησιμότητας μετά τις κάλπες.
Σε πρώτη ανάγνωση το σχέδιο φαίνεται απλά φιλόδοξο, ωστόσο, με μια πιο προσεκτική ματιά, αναδεικνύονται κίνδυνοι, αβεβαιότητες και ρίσκα, προκαλώντας ανησυχία ακόμα και για τη δυνατότητα πλοήγησης, καθώς δημιουργείται περιβάλλον πόλωσης, που περιορίζει τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών και αυξάνει τον κίνδυνο λαθών.
Η πυκνότητα των εξελίξεων επιδρά αρνητικά στο πολιτικό ρίσκο, ενώ οι πιέσεις ενισχύοουν την πιθανότητα αστοχιών και λαθών. Παράλληλα, όμως οι βεβιασμένες κινήσεις και το συγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης και χάραξης πολιτικής προκαλούν ήδη τριβές, οι οποίες διατρέχουν τον κίνδυνο να παράξουν σπινθήρες που θα δημιουργήσουν εστίες σε “παρθένες” περιοχές.
Η χρήση της ασπίδας που προσφέρουν εταίροι και σύμμαχοι απέναντι σε εξωτερικές απειλές δεν μπορεί να αποτελεί πανάκεια, καθώς, όπως έχει διαφανεί, οι εξωτερικές πιέσεις εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως στο εσωτερικό, ενώ το πολωτικό κλίμα περιορίζει το χώρο πολιτικής συνεννόησης, υποβαθμίζοντας το διάλογο από στρατηγικό σε ad hoc. Παράλληλα, ο φόβος αποσταθεροποίησης μπορεί να καταστήσει την κυβέρνηση ευεπίφορη σε επιρροές εκτός του πολιτικού της πεδίου, οι οποίες θα μπορούσαν να στρεσάρουν την ήδη αποδυναμωμένη συνοχή του πολιτικού της φορέα.
Η “αποξήρανση του βάλτου”
Η αποξήρανση των βάλτων είναι μια διαδικασία που στοχεύει στον έλεγχο των κουνουπιών και των ασθενειών που μεταδίδουν, στην πολιτική όμως ο όρος χρησιμοποιείται για να επισημάνει ενέργειες για την απομάκρυνση των “παράσιτων”, οι οποίες ωστόσο έχουν πολλές φορές και παράπλευρες απώλειες.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Μέγαρο Μαξίμου θα επιχειρήσει να εμπεδώσει στην κοινωνία το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ανεβάζοντας τους τόνους σε υποθέσεις διαφθοράς και πολιτικού χρήματος, δημιουργώντας παράλληλα την αίσθηση κάθαρσης και ανανέωσης του πολιτικού συστήματος. Ο στόχος αυτός ακούγεται εύκολος, είναι όμως σύνθτος και με αυξημένο βαθμό δυσκολίας, καθώς φέρνει την πολιτική πολύ κοντα στη Δικαιοσύνη, δημιουργώντας κλίμα και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που θολώνουν τις διαχωριστικές γραμμές και δημιουργούν υπόνοιες παρεμβάσεων ή πιέσεων, υποσκάπτοντας τα θεμέλια του διαχωρισμού εξουσιών και του κράτους Δικαίου.
Παράλληλα, όμως, οδηγεί και σε ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, ξύνει πληγές και αναδύει δυσωδία, η οποία δύσκολα καλύπτεται από την αίσθηση της κάθαρσης. Η πολιτική αντιπαράθεση που πυροδοτείται, στο πλαίσιο της διαδικασίας, εντείνει τον αντίκτυπο των γεγεννημένων προβλημάτων και, ως εκ τούτου, δημιουργεί χώρο και συνθήκες επώασης για το “αυγό του φιδιού”.
Πολιτική κυριαρχία και σταθερότητα
Ενώ λοιπόν το Μαξίμου και συγκεκριμένα πρόσωπα αναλαμβάνουν το βάρος της επικοινωνίας της πολιτικής “κάθαρσης”, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει δείξει ότι θα ηγηθεί της προσπάθειας εμπέδωσης της πολιτικής σταθερότητας. Η προσωποποίηση αυτού του στόχου, έχει να κάνει με την ανάγκη του πρωθυπουργού να βάλει την προσωπική του σφραγίδα στις εξελίξεις, διασφαλίζοντας ότι θα είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού και την επαύριον, καθιστώντας εαυτόν πόλο και ρυθμιστή και περιορίζοντας τα κενά συνεννόησης που δημιουργούνται από την εμπλοκή πολτικών φορέων και οργάνων.
Εδώ όμως, εγείρονται ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα στην κινητοποίηση του κομματικού μηχανισμού και των ομάδων εκείνων που ζητούν διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης και νομής της εξουσίας.
Όπως έχει διαφανεί ήδη από την πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος και τα νομοσχέδια αποκατάστασης αδικιών, ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγει την προώθηση ad hoc πολιτικών συνεργασιών, με την προοπτική συγκλίσεων, σε μεταγενέστερη φάση, χωρίς ουσιαστικό διάλογο αλλά υπό την “απειλή” της πολιτικής αναγκαιότητας.
Ο κίνδυνος του “αλιγάτορα”
Σε σκηνικό πόλωσης, κάθαρσης και σκληρών πολιτικών αντιπαράθεσεων, το εγχείρημα εξευμενισμού των αγορών δεν είναι απλά φιλόδοξο, αλλά πρόκληση. Μέσα σε ένα διαρκώς επιδεινούμενο γεωπολιτικό, γεωοικονομικό και οικονομικό περιβάλλον, που προσδιορίζεται από την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με την ΕΕ, το Brexit, τις εξελίξεις σε Κυπριακό, Βαλκάνια και ανατολική Μεσόγειο, την κλιμακούμενη κρίση ΕΕ-Ιταλίας και την προοπτική αύξησης των επιτοκίων στην ΕΕ, η πρόσβαση στις αγορές με λογικό κόστος φαίνεται απίθανη.
Σε αυτό το ναρκοπέδιο, ο πρωθυπουργός πιέζει τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο, να αντλήσει κεφάλαια και με επιτόκιο που θα θεωρηθεί επιτυχία, ώστε να καμφθούν και τα τελευταία επιχειρήματα της αντιπολίτευσης.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται ο κίνδυνος είτε για εσωτερική αντιπαράθεση Τσίπρα-Τσακαλώτου, είτε για ένα στραβοπάτημα του οικονομικού επιτελείου, που θα μπορούσε να στοιχίσει στην εικόνα της χώρας και να προκαλέσει εσωτερικό ρήγμα μεταξύ του Μαξίμου και των “53+”.
Το ενδεχόμενο αυτό, αν και δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού είναι υπαρκτό και περιλαμβάνεται, ίσως υπό διαφορετική οπτική γωνία στις αναλύσεις ξένων οίκων, ανεβάζοντας την πολιτική αβεβαιότητα και κατά συνέπεια το country risk.