Πακέτο μέτρων αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους με τη χρήση του μαξιλαριού των 24 δισ. προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, μιλώντας στο Reuters, ενώ παράλληλα επανέφερε στην εικόνα την προοπτική εξόδου στις αγορές και μάλιστα εντός του έτους.
Η ρητορική του Ευκλείδη Τσακαλώτου είναι προδήλως προπαρασκευαστική μιας νέας προσπάθεια εξόδου στις αγορές, κάτι που ο ίδιος είπε ότι έγκειται στον επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου χρέους, έτσι ώστε να καταδείξει τον σεβασμό των διαδικασιών και να στρέψει τους εν δυνάμει επενδυτές και ενδιαφερόμενους στον κατάλληλο άνθρωπο και να διαμορφώσει δυναμική η οποία δεν θα μπορεί να χρεωθεί άμεσα στην κυβέρνηση, ώστε να χρειαστεί διαψεύσεις, σε περίπτωση που δεν καταστεί τελικά εφικτή.
Ερωτώμενος εάν η κυβέρνηση θα επιχειρήσει την πώληση ομολόγων φέτος, ο κύριος Τσακαλώτος δήλωσε ότι θα αφήσει το χρονοδιάγραμμα στον επικεφαλής του Οργανισμού Διαχέιρησης Δημοσίου Χρέους.
«Έχει οδηγίες από την κυβέρνηση πως όταν οι αγορές είναι κατάλληλες, θα θέλαμε να το επιχειρήσουμε. Αλλά είναι η δουλειά του να κάνει έρευνα και να μας πει πότε θα είναι η καταλληλότερη στιγμή»,
δήλωσε.
Σύμφωνα με τον υπουργό, η Ελλάδα συμφώνησε με τους εταίρους της τον Ιούνιο την ελάφρυνση του χρέους της με στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητάς του μεσοπρόθεσμα. Αυτή προβλέπει την επέκταση των λήξεων κάποιων ομολόγων και την ελάφρυνση των επιτοκίων για κάποια άλλα, καθώς επίσης και τη δημιουργία αποθέματος ασφαλείας ύψους 24 δισ. ευρώ, το οποίο θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα.
Όπερ σημαίνει ότι ο υπουργός επαναφέρει ταυτόχρονα την προοπτική εξόδου στις αγορές και αναδιάρθρωσης χρέους για τη βελτίωση της βιωσιμότητας, θέλοντας έτσι να καταστήσει πιο δελεαστική μια έξοδο και να δημιουργήσει επιπλέον κίνητρα σε μεγάλους οίκους ώστε να προσεγγίσουν τη διαδικασία με… ανοιχτό μυαλό και… χαρτοφυλάκια.
Η διακύμανση του χρέους της ιταλικής κυβέρνησης δυσκολεύει την Ελλάδα να επιστρέψει στις αγορές ομολόγων, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος στο Reuters. Ωστόσο, δήλωσε ότι δεν έχει πρόβλημα να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για άντληση κεφαλαίων καθώς «οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας είναι υπό έλεγχο».
«Η Η μεταβλητότητα στην αγορά των ιταλικών κρατικών ομολόγων Το κατέστησε λίγο πιο δύσκολο, αλλά από την άλλη πλευρά νομίζω ότι οι αγορές καταλαβαίνουν τώρα ότι η Ελλάδα ολοκλήρωσε το πρόγραμμά της, έχει κάνει πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις και έχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας ώστε οι ανάγκες χρηματοδότησής της να είναι υπό έλεγχο για δύο με δυόμισι χρόνια»,
τόνισε.
«Επίσης, η Ελλάδα έχει μία συμφωνία για το χρέος, που σημαίνει ότι η χρηματοδότηση του χρέους της είναι πιο εύκολη απ’ ό,τι είναι στην Πορτογαλία και την Ιταλία»,
πρόσθεσε ο υπουργός Οικονομικών.
«Είμαστε άνετοι διότι μπορούμε να περιμένουμε καθώς έχουμε το “μαξιλάρι” αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα επιχειρήσουμε έξοδο στις αγορές όταν είναι σωστή η στιγμή, και νομίζω πως η στιγμή θα έρθει μεσοπρόθεσμα» δήλωσε στο πρακτορείο ο Έλληνας ΥΠΟΙΚ.
Για το θέμα της Ιταλίας, ο υπουργός είπε ότι η Κομισιόν πρέπει να δείξει κατανόηση στη διαπραγμάτευση με την Ρώμη για τον προϋπολογισμό της.
«Η Ιταλία είναι μια χώρα που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει αυξηθεί ελάχιστα τα τελευταία 20 χρόνια και είναι επίσης μια χώρα με μεγάλες περιφερειακές ανισότητες», είπε. «Έτσι είναι σημαντικό για την Κομισιόν και τις χώρες μέλη να λάβουν υπόψη τους την ιταλική πραγματικότητα και να προσπαθήσουν να φθάσουν σε συμβιβασμό που θα είναι καλός για τους ανθρώπους στην Ιταλία, αλλά και για την Ευρώπη την ίδια»
δήλωσε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας για το εάν η Ιταλία θα έπρεπε να αναζητήσει εναλλακτική λύση, είπε ότι είναι σημαντικό η Ιταλία να μείνει στην ΕΕ. «Είμαι υπέρ της Ευρώπης για πολλούς λόγους, αλλά ο βασικότερος είναι ότι πάντα φοβόμουν ότι εάν διασπαστεί η Ευρώπη, θα έχει ως αποτέλεσμα μία δυσάρεστη δεξιά λαϊκίστικη πολιτική της δεκαετίας του ’30, με ανταγωνιστικές υποτιμήσεις και εθνικισμούς», δήλωσε.
Πρόσθεσε, δε, πως
«νομίζω ότι είναι σημαντικό για τους Ευρωπαίους και για την προοδευτική ατζέντα όχι μόνο να το αποφύγουμε, αλλά και να μεταρρυθμίσουμε την Ευρώπη με έναν τρόπο που θα αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε όρους κοινωνικής ανισότητας, το ύψος των θέσεων εργασίας που είναι διαθέσιμες και την ποιότητα των θέσεων αυτών».