Κινδύνους για την Ελλάδα κρύβει η προοπτική ισχυροποίησης του Ταγίπ Ερντογάν και διεύρυνσης του ρόλου του στην περιοχή, επ αφορμής της υπόθεσης Κασόγκι, καθώς η πλεονεκτική θέση που αποκτά έναντι Σαουδικής Αραβίας και ΗΠΑ και η δυνατότητα να αποτελέσει “χρήσιμο εργαλείο” για την ΕΕ- Γερμανία, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης για το Ιράν, του προσφέρουν τη ευκαιρία να διευρύνει το πεδίο διεκδικήσεων του, θέτοντας εν αμφιβόλω την προώθηση του Κυπριακού και του γεωοικονομικού-ενεργειακού δόγματος στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κρισιμότητα του διακυβεύματος, η σύνθετη δομή και το πολυπαραγιντικό πλαίσιο των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, μέσα στο οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα, καθιστούν τις κινήσεις επικίνδυνες και τις προοπτικές απρόβλεπτες και ως εκ τούτου, τρομακτικές.
Εργαλειοποιώντας τη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι, στο πλαίσιο της προσπάθειας επανακαθορισμού της εταιρικής σχέσης με τις ΗΠΑ και βελτίωσης της θέσης της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, ο Ερντογάν επιχειρεί να πετύχει άμεσα αντισταθμιστικά οφέλη τόσο από τον διάδοχο του θρόνου, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν οι χειρισμοί του οποίου βρίσκονται στο επίκεντρο, όσο και από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος βρίσκεται σε δύσκολη θέση και δεν θέλει να αναγκαστεί να λάβει ανοιχτά θέση για την υπόθεση Κασόγκι.
Ο Ερντογάν αντιλήφθηκε έγκαιρα το διακύβευμα της εσωτερικής αποδυνάμωσης του διαδόχου του θρόνου των Σαούντ, τόσο για τον ίδιο όσο και για το λόμπι των εταιριών όπλων στην Ουάσιγκτον και τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς το Ριάντ αποτελεί τον μεγαλύτερο πελάτη των ΗΠΑ και όπως διευκρίνισε και ο Αμερικανός πρόεδρος, ενδεχόμενες κυρώσεις στη χώρα θα έθεταν σε κίνδυνο θέσεις εργασίας και θα την οδηγούσαν πιο κοντά στη Ρωσία και την Κίνα.
Ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί, τώρα, να αναδειχθεί ως κομβικός παίχτης, εκμεταλλευόμενος την αντιπαράθεση Γερμανίας-Σαουδικής Αραβίας και ΕΕ-ΗΠΑ για το Ιράν, προσφέροντας (με το αζημίωτο” την υπόθεση Κασόγκι και τον ρόλο της Τουρκίας ως μοχλό πίεσης για τους Ευρωπαίους.
Όπως είναι προφανές, ο Ταγίπ Ερντογάν αναζητά όχι τον πλειοδότη, αλλά την αναγνώριση και αναβάθμιση του ρόλου του στην περιοχή, επιδιώκοντας αντισταθμιστικά οφέλη σε άλλους τομείς.
Μέχρι τώρα, οι επισκέψεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο και της διευθύντριας της CIA, Τζίνα Χάσπελ, επιβεβαιώνουν και ενδυναμώνουν το power play του Ταγίπ Ερντογάν. Οι χειρισμοί της Σαουδικής Αραβίας, όμως, δείχνουν προσπάθεια αυτόνομης, εσωτερικής και με περιορισμένη διεθνή ανοχή διαχείρισης, της υπόθεσης Κασόγκι.
Όπερ σημαίνει ότι, αν και η Δύση ζητά ενεργά τη συνεργασία της Τουρκίας, η Σαουδική Αραβία, αναδεικνύεται σε αυτόνομο παίχτη, ικανό να χειριστεί πολιτικά προβλήματα με τρόπο που αποκλίνει αλλά όχι προκλητικά από τα δυτικά πρότυπα και ως εκ τούτου διατηρεί, τουλάχιστον για την ώρα, τη θέση της, χωρίς να απειλείται από την Τουρκία.
Σε περίπτωση όμως που ο πανίσχυρος διάδοχος του θρόνου, Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, δεν καταφέρει να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις εξελίξεις, η Σαουδική Αραβία διατρέχει τον κίνδυνο διεθνούς πολιτικής απομόνωσης και εκ νέου υποβάθμισης του ρόλου της, περιοριζόμενη στα πετρελαϊκά ζητήματα, με την Τουρκία να ενισχύεται και το Ιράν να επανακάμπτει.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν αρνητική και για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς η ισχυροποίηση της Τουρκίας θα έχει επιπτώσεις στην προώθηση μιας ευνοϊκής λύσης για το Κυπριακό και στην εμπέδωση του γεωπολιτικούενεργειακού δόγματος της Ανατολικής Μεσογείου.
Προφανώς, λόγο στις εξελίξεις έχει και το Ισραήλ, με τις σχέσεις του Τελ Αβίβ με την Άγκυρα να βρίσκονται κοντά στο ναδίρ, ενώ την ίδια στιγμή η επιρροή του Μπενιαμίν Νετανιάχου στον Ντόναλντ Τραμπ είναι αποδεδειγμένα ισχυρή.
Ο Ταγίπ Ερντογάν όμως έχει ένα ακόμα χαρτί να παίξει, αυτό των ευρωπαϊκών συμφερόντων, καθώς Βερολίνο, Παρίσι και Βρυξέλλες αντιτάσσονται σθεναρά στην προσπάθεια των ΗΠΑ για αναδιάταξη στην περιοχή και στην υποβάθμιση του Ιράν.
Πολλά αναμένεται να κριθούν το Σάββατο, στο πλαίσιο της τετραμερούς διάσκεψης για τη Συρία στην Τουρκία, στην οποία συμμετέχουν η Ρωσία, η Γαλλία και η Γερμανία.