Η Υφαλοκρηπίδα είναι τμήμα του παράκτιου βυθού της θάλασσας. Ο ορισμός της κατά τη γεωλογία είναι το τμήμα το οποίο αποτελεί την ομαλή προέκταση της ακτής κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ως το σημείο στο οποίο αυτή διακόπτεται απότομα. Η υφαλοκρηπίδα διακόπτεται εκεί όπου ο βυθός αποκτά απότομη κλίση 30-45ο. Το τμήμα με την απότομη κλίση ονομάζεται υφαλοπρανές.
Το πλάτος της υφαλοκρηπίδας ποικίλλει ανάλογα με τη μορφολογία της κάθε περιοχής. Στη βάση του υφαλοπρανούς βρίσκεται το ηπειρωτικό ανύψωμα και από τα 2.500 μ. βάθος και πέρα αρχίζει η ωκεάνια άβυσσος. Υφαλοκρηπίδα, υφαλοπρανές και ηπειρωτικό ανύψωμα συναποτελούν το υφαλοπλαίσιο. Όταν η προέκταση αυτή της υφαλοκρηπίδας υπολογίζεται από ίχνη “ηπειρωτικής ακτής” τότε πρόκειται για ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα (continental shelf), όταν αυτή υπολογίζεται από ίχνη “νησιωτικής ακτής” τότε πρόκειται για νησιωτική υφαλοκρηπίδα (insular shelf). Τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιωτική υφαλοκρηπίδα κατά το Γενικού Ιδιωτικού Δικαίου η κυριαρχία ανήκει στο κράτος όπου και ανήκουν οι αντίστοιχες ακτές.
Η υφαλοκρηπίδα έχει μεγάλη οικονομική σημασία για τον άνθρωπο αφού σχετίζεται με την αλιεία, την άντλιση πετρελαίου κ.ά. Επίσης διότι συχνά βρίσκονται σε αυτήν ή κάτω από αυτήν ορυκτά (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλα) καθώς και άβια και έμβια ακίνητα είδη (καθιστικά είδη), όπως κοράλλια, σφουγγάρια, μαργαριτάρια κλπ. Έτσι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή της. Στον βαθμό που ανήκει στην αιγιαλίτιδα ζώνη (χωρικά ύδατα) του παράκτιου κράτους, η εκμετάλλευσή της ανήκει αναμφισβήτητα σε αυτό. Πρόβλημα ανέκυψε στο Διεθνές Δίκαιο με την υφαλοκρηπίδα πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης σχετικά με το αν και αυτή ανήκει στο πλησιέστερο παράκτιο κράτος ή αν καλύπτεται από την ελευθερία των θαλασσών που ισχύει στην ανοιχτή θάλασσα
Η υφαλοκρηπίδα και το καθεστώς της σήμερα ορίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και παραχωρείται στο παράκτιο κράτος, για λόγους πρακτικούς και πολιτικούς όμως ο νομικός ορισμός της διαφέρει από τον γεωλογικό. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 ως υφαλοκρηπίδα ορίζεται κατά βάση ο βυθός της θάλασσας εντός ακτίνας 200 ναυτικών μιλίων από την ακτή. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τη γεωλογική μορφή του βυθού. Σε περίπτωση όμως που το υφαλοπλαίσιο εκτείνεται και πέρα των 200 μιλίων από την ακτή, τότε η υφαλοκρηπίδα κατά το Διεθνές Δίκαιο προεκτείνεται είτε ως τα 350 ν.μ. είτε ως τα 100 ν.μ. πέραν της ισοβαθούς των 2.500μ. είτε ως τα 60 ν.μ. από τη βάση του ηπειρωτικού ανυψώματος.
Για πρώτη φορά στο Διεθνές Δίκαιο η υφαλοκρηπίδα ορίστηκε στη Διεθνή Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η υφαλοκρηπίδα ενός κράτους εκτεινόταν στο τμήμα του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται γύρω από τις ακτές του και πέρα απο την Αιγιαλίτιδα ζώνη (τα χωρικά ύδατα) μέχρι βάθους 200 μέτρων, εκτός αν ήταν εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε εκτεινόταν ως το βάθος εκείνο.
Όπως και με κάθε Διεθνή Συνθήκη, έτσι και η Συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 εφαρμόζεται. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όμως στην «υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας» έκρινε ότι ο ορισμός της υφαλοκρηπίδας με βάση τα αρθρα 1-3 της προγενέστερης Συνθήκης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα αποτελούν πλέον διεθνές έθιμο και δεσμεύουν όλα τα κράτη του κόσμου, ανεξάρτητα από το αν έχουν προσχωρήσει στη συνθήκη του 1958 ή όχι.
Το παράκτιο κράτος έχει συγκεκριμένα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας. Στο παράκτιο κράτος ανήκουν σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1982 τα ορυκτά του εδάφους και του υπεδάφους του βυθού, οι μη ζώντες οργανισμοί του βυθού καθώς και οι ζώντες οργανισμοί του βυθού που ανήκουν στα καθιστικά είδη (είδη που δεν μπορούν να κινηθούν μόνα τους χωρίς συνεχή επαφή με τον βυθό). Τα παράκτια αυτά δικαιώματα του κράτους τού ανήκουν αυτοδικαίως, ανεξάρτητα από την τήρηση οποιωνδήποτε διατυπώσεων (π.χ. δήλωσης, οριοθέτησης κλπ.) και είναι αποκλειστικά: ακόμα κι αν δεν τα ασκήσει το παράκτιο κράτος, δεν δικαιούται να τα ασκήσει κανένα άλλο κράτος.
Τα δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας δεν αφορούν και δεν επηρεάζουν το καθεστώς των υπερκειμένων υδάτων. Στην πράξη εφ’όσον η υφαλοκρηπίδα εκτείνεται ως τα 200 ν.μ., τα υπερκείμενα ύδατα θα ανήκουν στην αποκλειστική οικονομική ζώνη του παρακτίου κράτους. Πέραν των 200 ν.μ. από την ακτή τα ύδατα αποτελούν την ανοιχτή θάλασσα, στην οποία ισχύει η ελευθερία των θαλασσών.
Τα νησιά, οι νησίδες, οι βραχονησίδες, οι σκόπελοι και ανορθωμένοι βράχοι,(π.χ. πόρτες Πάρου), που περιβάλλονται μεν από θάλασσα πλην όμως δεν καλύπτονται από το χειμέριο κύμα ή την μεγίστη πλύμη, έχουν κι αυτά υφαλοκρηπίδα. Εξαίρεση αποτελούν σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 οι βραχονησίδες και βράχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να διατηρήσουν ανθρώπινο πληθυσμό ή αυτόνομη οικονομική ζωή (καλλιέργεια ή κτηνοτροφία). Αυτοί οι βράχοι έχουν μεν αιγιαλίτιδα ζώνη, δεν έχουν όμως δικαίωμα στην υφαλοκρηπίδα ή στην αποκλειστική οικονομική ζώνη (αφού δεν υφίσταται επ΄ αυτών. Το Διεθνές Δικαστήριο στην υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας το 1969 αναγνώρισε ότι απόκλιση από τον κανόνα της υφαλοκρηπίδας δικαιολογείται μόνο για νησίδες, βράχους και ελαφρές προεξοχές της ακτής (islets, rocks and minor coastal projections / îlots, rochers ou légers saillants de la côte, σκέψη 57 της απόφασης), άρα εξ αντιδιαστολής οι εθιμικοί κανόνες για την ύπαρξη και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας που δεσμεύουν όλα τα κράτη ανεξάρτητα από Διεθνείς Συνθήκες καλύπτουν και τα νησιά.
[embeddoc url=”http://crisismonitor.gr/wp-content/uploads/2018/10/Chapter_03_Dasenakis.pdf” download=”none” viewer=”google”]