Συχνά ακούμε για τη νεοφιλελεύθερη πολιτική παραγωγής δημοσιονομικών πλεονασμάτων και ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ως βάση για την ευρωπαϊκή σχολή οικονομικής σκέψης, την ίδια στιγμή όμως στις ΗΠΑ η ιστορία εξελίσσεται από την ανάποδη, καθώς τόσο ο Μπαράκ Ομπάμα όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ παράγουν δυσθεώρητα ελλείμματα, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται και αποτελούν τη βασική αιτία των οικονομικών πολέμων.
Από τη μια ο Μπαράκ Ομπάμα υπερχρέωσε τις ΗΠΑ με τις αμυντικές δαπάνες και την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και από τον άλλη ο Ντόναλντ Τραμπ επέμεινε και διόγκωσε τις αμυντικές δαπάνες, προσφέροντας ταυτόχρονα κολοσσιαίες φοροαπαλλαγές.
Έτσι το έλλειμμα των ΗΠΑ εκτοξεύθηκε κατά 17% το 2018, συγκριτικά με το 2017, ανερχόμενο στα 779 δισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι στο 3,9% του ΑΕΠ της χώρας, από 666 δισ. και 3,5% του ΑΕΠ, που βρισκόταν.
Πρόκειται για ξεκάθαρη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, δηλαδή την ενεργοποίηση του κράτους ως αναπτυξιακού πυλώνα, για τη στήριξη της οικονομίας.
Αυτές οι πολιτικές έχουν όμως και περιπλοκές, καθώς η παρατεταμένη και αλόγιστη χρήση τέτοιων εργαλείων δημιουργεί προβλήματα και αλλοιώνει τα δεδομένα, οδηγώντας σε αχαρτογράφητα ύδατα και αυξάνοντας τον κίνδυνο απότομης ύφεσης, λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Τα κεφάλαια αυτά τροφοδοτούν την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας, είναι όμως δύσκολο το κόστος που πληρώνει το αμερικανικό κράτος να αντισταθμιστεί από την αύξηση των φορολογικών εσόδων, ενώ την ίδια στιγμή αναγκάζεται να υποβαθμίσει και να περικόψει την ήδη ελλιπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.