Η επίδραση της πολιτικής αύξησης των επιτοκίων από τη Fed και προοπτική αυξήσεων από την ΕΚΤ σε συνδυασμό με την αποτίμηση του Trump-effect στην παγκόσμια οικονομία, το εμπόριο και τις μελλοντικές αποτιμήσεις, περιορίζουν δραστικά τη διάθεση ανάληψης ρίσκου παγκοσμίως, ενώ η διαφαινόμενη κρίση στην Ιταλία, η αποσταθεροποίηση της Τουρκία και η παρατεινόμενη αβεβαιότητα που εμπνέει η αναθεωρητική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ αναγκάζουν τα επενδυτικά κεφάλαια να κατοχυρώσουν κέρδη και να χτίσουν καταφύγια.
Όπως έχει κατ επανάληψη επισημάνει το Crisis Monitor τα πολύ χαμηλά επιτόκια και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης σε ΗΠΑ, Ευρώπη, Κίνα και Ιαπωνία πλημμύρισαν τις αγορές ρευστό, περιόρισαν το ρίσκο και κατέστησαν το Δημόσιο “αιμοδότη” της ανοδικής κίνησης των αγορών. Η πλεονάζουσα ρευστότητα τώρα αποσύρεται και το ρίσκο αυξάνεται καθώς το χρήμα αρχίζει πάλι να έχει κόστος. Συνεπώς, πολιτικές που προκαλούν ανησυχία, αποσταθεροποιούν και αναδιατάσσουν έχουν κόστος το οποίο μέχρι τώρα δεν αποτιμώνταν σωστά στις τιμές των μετοχών και των εμπορευμάτων καθώς τον κίνδυνο απορροφούσαν κυρίως οι κεντρικές τράπεζες. Όχι όμως πλέον.
Οι αγορές συνειδητοποιούν τώρα ότι η τροχιά αύξησης επιτοκίων είναι αναπόδραστη, ενώ το ΔΝΤ έχει ήδη αποτιμήσει μέρος του Trump-effect στα 450 δισ. δολάρια ετησίως, ενώ στην τελευταία έκθεσή του προειδοποιεί για τις επιπτώσεις των εμπορικών εντάσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στην άντληση κεφαλαίων από τα Χρηματιστήρια.
Ενδεικτική του νέου, ανασφαλούς, περιβάλλοντος που έχει δημιουργηθεί είναι η εκτόξευση του δείκτη φόβου στις 23 μονάδες, από τις 11,66 μονάδες, μέσα σε δύο εβδομάδες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος, επιτέθηκε για ακόμη μια φορά στη Fed, όπου μόλις έχει διορίσει τον εκλεκτό του στο τιμόνι, σε ένα νέο γύρο διάχυσης ευθυνών δήλωσε ότι «η Fed έχει τρελαθεί», για να πέσει πάνω στο τοίχος ασφαλείας του ΔΝΤ, με την Κριστίν Λαγκάρντ να υποστηρίζει ότι οι αυξήσεις επιτοκίων είναι «νόμιμες και απαραίτητες».
Οι αναταράξεις έγιναν πρώτα αισθητές στις αγορές ομολόγων και πλέον έχουν διαχυθεί στις μετοχές και τις ισοτιμίες, με τις εταιρίες τεχνολογίας να «αιμορραγούν» περισσότερο από κάθε άλλον από χθες το βράδυ. Στην Ευρώπη αυτή την ώρα ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx Europe 600 καταγράφει πτώση 1,8% και επιστρέφει σε επίπεδα, που είχε να συναντήσει εδώ και 20 μήνες. Ο τεχνολογικός κλάδος υποχωρεί σχεδόν 3%.
Σε αναζήτηση ασφάλειας
Αυξημένη είναι η ζήτηση για γερμανικά κρατικά ομόλογα, με το yield του 10ετούς bund να υποχωρεί νωρίτερα κατά 6 μ.β στο χαμηλό εβδομάδας του 0,49%, προτού σταθεροποιηθεί στο 0,5%.
Η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς ομολόγου υποχωρεί από το υψηλό επτά ετών που είχε αγγίξει, λόγω των προσδοκιών για τις αυξήσεις επιτοκίων, διαμορφούμενο στο 3,154%., ενώ αναμένεται να “μετρηθεί” η επίδραση των στοιχείων για τον πληθωρισμό.
Ανοδικά κινούνται ωστόσο οι αποδόσεις της περιφέρειας, με το yield του 10ετούς ιταλικού ομολόγου να διαμορφώνεται στο 3,56%, του ισπανικού στο 1,63% και του πορτογαλικού στο 1,96%
Την ίδια ώρα, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου διαμορφώνεται στο 4,51%, του 7ετούς στο 4,14%, του 5ετούς στο 3,52% και του μονοετούς στο 1,36%.
Σε δίνη χρηματιστήρια-εμπορεύματα
Στο Χρηματιστήριο της Σαγκάης ο Σύνθετος Δείκτης έκανε βουτιά 5,2%. Εντονότερες πιέσεις δέχθηκε ο Taiex στην Tαϊβάν, κλείνοντας στο -6,3%. Ήταν η χειρότερη συνεδρίαση για το δείκτη από τον Ιανουάριο του 2008, με τις εταιρείες ημιαγωγών (πολλές εξ αυτών προμηθευτές της Apple) να δέχονται ανηλεές σφυροκόπημα.
Σε πτωτική τροχιά βρίσκονται για δεύτερη ημέρα και οι τιμές του πετρελαίου, καθώς οι ανησυχίες για ανάσχεση των ρυθμών ανάπτυξης επηρεάζουν άμεσα την αγορά.
Το μπρεντ κάνει βουτιά 2% στα 81,4 δολάρια το βαρέλι, ενώ το αμερικανικό αργό υποχωρεί στα 71,96 δολάρια.
Στην Ευρώπη, o Stoxx 600 καταγράφει απώλειες 1,7%, υποχωρώντας στις 360 μονάδες, ο FTSE 100 χάνει 1,76% στις 7.020 μονάδες, στο -1,4% ο CAC στο Παρίσι, διαμορφώνεται στις 5.134 μονάδες, και στο -1,37% ο IBEX.
Στο κόκκινο και ιταλικός FTMIB , ενώ ο DAX στη Φρανκφούρτη υποχωρεί κατά 1,4% στις 11.551 μονάδες.
Με απώλειες άνοιξε και η Wall Street, ωστόσο Dow Jones, S&P 500 και Nasdaq, προσπαθούν να ισορροπήσουν.