Το σκάνδαλο της Folli Follie ανήκει στην κατηγορία των… ταξικών σκανδάλων, καθώς όπως και στην περίπτωση Λαυρεντιάδη, Βγενόπουλου και άλλων, αυτοί που χάνουν (στη μεγάλη εικόνα) δεν είναι οι Έλληνες φορολογούμενοι, αντιθέτως, το Δημόσιο και κατ επέκταση ο πολίτης είναι ωφελημένος από τη φούσκα της Folli Follie, ενώ τα Funds μένουν με τα… ομόλογα στο χέρι.
Στην πραγματικότητα, η Folli Follie παραφούσκωνε τα μεγέθη της, εμφάνιζε τζίρο και κέρδη πολύ πάνω από τα πραγματικά της μεγέθη, που σημαίνει ότι, σύμφωνα με τις λογιστικές της καταστάσεις πλήρωνε φόρους για κέρδη που δεν είχε. Ναι, η εταιρία -που σύμφωνα με την έκθεση της Alvarez & Marschall- το 2017 ήταν ζημιογόνα, είχε εμφανίσει κέρδη και εμφανίζεται να πληρώνει φόρους 46 εκατ.! Αντιστοίχως και τα προηγούμενα έτη (2016-2015), όπου τζίρος και κέρδη κινούνται στα επίπεδα του 2017 και τα οποία αν εξεταστούν θα προκύψουν ανάλογες διαφορές.
Συνολικά την τελευταία 3ετία η Folli Follie έχει πληρώσει φόρους της τάξης των 150 εκατ., ενώ από το 2014 έχει πληρώσει 60 εκατ. σε τόκους προς τράπεζες και funds, καθώς δανειζόταν για να καλύψει τις αρνητικές ταμειακές ροές και να πληρώσει τους φόρους, καθώς στην πραγματικότητα δεν είχε κέρδη, αλλά ζημιές.
Συνεπώς, το Δημόσιο δεν είχε λόγο να ελέγξει εξονυχιστικά μια εταιρία που αναπτυσσόταν και πλήρωνε φόρους και ταμεία, ενώ το μόνο καμπανάκι ήταν ότι ο μεγάλος όγκος των εσόδων παραγόταν σε μια εντελώς αδιαφανή αγορά, την κινεζική.
Η προσέγγιση, αυτή μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται αποσπασματική, όμως δεν είναι, καθώς λαμβάνει υπόψη τα άμεσα και μετρήσιμα μεγέθη, ενώ επισημαίνει το θεσμικό πρόβλημα, το ενδεχόμενο -γιατί δεν έχει ακόμα καταγραφεί- κόστος σε όρους αξιοπιστίας αγοράς και οικονομίας, εστιάζοντας όμως στο bottom line των εσόδων του “διψασμένου” Δημοσίου.
Το σκάνδαλο Folli Follie, όμως, εξέθεσε -για ακόμη μια φορά- εγνωσμένες, χρόνιες αδυναμίες της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, απέδειξε ότι οι δικλείδες ασφαλείας δεν δουλεύουν και ότι η αξιοπιστία του Χρηματιστηρίου και η τήρηση του νόμου είναι επιλεκτική.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ήταν -πάλι- θεατής σε ένα ακόμα σκάνδαλο που απαξιώνει το Χρηματιστήριο, δυσφημεί τη χώρα και μπορεί να αποδειχθεί τροχοπέδη στην προσπάθεια για προσέλκυση επενδύσεων. Σε μια αγορά ρηχή, με περιορισμένο όγκο, κινήσεις και ηλεκτρονικά συστήματα που καθιστούν την εποπτεία “περίπατο” η αρχή που είναι επιφορτισμένη με την προστασία του επενδυτικού κοινού και τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του συστήματος, που αποτελεί βιτρίνα της οικονομίας στο εξωτερικό, πιάστηκε στον ύπνο.
Το πρόβλημα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν είναι νέο. Από τη φούσκα πριν από τη φούσκα του 1999 και μετά από αυτή τα σκάνδαλα πολλά, οι παρεμβάσεις ελάχιστες και οι ποινές κατόπιν εορτής. Εδώ αποκαλύπτεται, για ακόμη μια φορά, έλλειμμα πολιτικής βούλησης για τον αποτελεσματικό έλεγχο της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, κατάσταση που συμβάλλει στην απαξίωση και περιθωριοποίηση του Χρηματιστηρίου, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα προσέλκυσης κεφαλαίων.