Μια συγχώνευση έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα στο χώρο των εταιριών εξόρυξης χρυσού, καθώς τον χρυσό σταθερά πάνω από τα 1,100 δολάρια τα τελευταία χρόνια και ζήτηση να εξισορροπείται, είχαν εκλείψει οι λόγοι συγκέντρωσης, σε μια άκρως προβλέψιμη -πλέον- αγορά.
Οι φήμες, που τελικά επιβεβαιώθηκαν, για τη συγχώνευση Barrrick Gold και Randgold Resources, με ανταλλαγή μετοχών, δημιουργώντας τον κορυφαίο παραγωγό χρυσού παγκοσμίως με αξία 18 δισ. δολαρίων και κυρίαρχη θέση στην Αφρική, αλλάζουν το σκηνικό στην αγορά και δημιουργούν νέα δυναμική καθώς η συγκέντρωση θα επιτρέψει το κλείσιμο ορυχείων και τον καλύτερο έλεγχο της παραγωγής.
Οι μέτοχοι της Barrick θα ελέγχουν το 67% της Randgold και οι μέτοχοι της Randgold to 33% της νέας Barrick, βάσει της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα διοικητικά συμβούλια των δύο εταιρειών και η οποία θα πρέπει τώρα να λάβει την έγκριση από τις συνελεύσεις των μετόχων των δύο εταιρειών, αλλά και από τις ρυθμιστικές αρχές.
Όπως αποκαλύφθηκε οι πρώτες συζητήσεις είχαν γίνει ήδη από το 2015. Η συμφωνία φέρνει κοντά τις δύο μεγαλύτερες προσωπικότητες του κλάδου εξόρυξης χρυσού: Τον Τζον Θόρντον της Βarrick, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman και τον Μαρκ Μπρίστοου της Randgold, που φημίζεται για τα ταξίδια του με μοτοσυκλέτα ανά την Αφρική.
Και οι δύο είναι γνωστοί για τη στρατηγική της διατήρησης του κόστους σε χαμηλά επίπεδα, ώστε να μπορούν οι εταιρείες του να βγάζουν κέρδος ακόμη και εάν η τιμή του χρυσού υποχωρήσει στα 1000 δολάρια η ουγκιά. Η καναδική Barrick εμφάνισε κέρδη ύψους 876 εκατ. δολαρίων πέρυσι, έναντι ζημιών άνω των 10 δισ. δολαρίων το 2013. Η βρετανική Randgold είχε καθαρά κέρδη ύψους 335 εκατ. δολαρίων το 2017, αυξημένα κατά 14% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
Βάσει των αποτελεσμάτων του 2017 εμφανίζουν αθροιστικά τζίρο 9,7 δισ. δολαρίων.