Αγώνα μετ’ εμποδίων σε ναρκοπέδιο, προοιωνίζεται το προεκλογικό σκηνικό, καθώς αν και τα κόμματα εργαλειοποιούν οικονομία και εξωτερική πολιτική σε πρώτη φάση, τα κομματικά επιτελεία έχουν ήδη αρχίσει να βελτιστοποιούν τεχνικές αποδόμησης χαρακτήρων, στοχοποιώντας πρόσωπα και παίζοντας με τις ευαίσθητες χορδές της ηθικής που επιδρά άμεσα στα συντηρητικά και αντιδραστικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, ανοίγοντας στην ουσία την πόρτα σε αντισυστημικά μορφώματα να αναζητήσουν κοινωνικά ερείσματα ακριβώς στο πεδίο της αντιπαράθεσης του πολιτικού συστήματος.
Με την πολιτική αντιπαράθεση να κινείται ολοένα και περισσότερο σε προεκλογικούς τόνους, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν πολλαπλασιάζονται και δύναται να απειλήσουν όχι μόνο το πολιτικό κεφάλαιο των κομμάτων εξουσίας, αλλά να υποσκάψουν άμυνες και αναχώματα που η Ευρώπη έχει θέσει έναντι τρίτων χωρών και παραγόντων που πριμοδοτούν ακροδεξιά και αντιδραστικά γκρουπούσκουλα. Ήδη, η συστηματοποίηση της Χρυσής Αυγής και η γενικευμένη άνοδος της ακροδεξιάς οδηγεί σε πολιτικό, ακόμα και κυβερνητικό σοδομισμό όπως συμβαίνει στην Αυστρία και σε μικρότερη κλίματα, αλλά με μεγαλύτερο αντίκτυπο στη Γερμανία.
Συνεπώς, η υποβάθμιση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η ποινικοποίηση της πολιτικής, αποφέρει πολιτικά οφέλη, εκ της φθοράς του αντιπάλου, ενώ, υπό τις παρούσες συνθήκες, το πολιτικό κεφάλαιο που δαπανάται, είναι αποδεδειγμένα δυσανάλογα υψηλό και η απώλειά του, ανοίγει πληγές και εγείρει κινδύνους που υποσκάπτουν την αυτόνομη βιωσιμότητα του πολιτικού συστήματος, εκφυλίζουν θέσεις και ατζέντες και αναδεικνύουν την σωρευμένη αγανάκτηση και την εκπορευόμενη τυχαιότητα σε καταλύτες διαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού.
Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο, εξωγενώς, τοπίο, η τυχαιότητα της επιλογής πολιτικού προσωπικού, με μόνο κριτήριο ότι επέζησαν ή ότι δεν βρίσκονταν στο πεδίο της μάχης, δημιουργεί μεγαλύτερους άμεσους κινδύνους. Παράλληλα, οι λανθασμένες πολιτικές επιλογές, των πολιτικών ηγετών, μπορεί εδώ να “παραγράφονται” δεν συμβαίνει όμως το ίδιο στα διεθνή φόρα, όπου η αξιοπιστία και η συνέχεια αποτελούν “διαβατήριο”.
Εφόσον, όμως πολιτικό προσωπικό και σύστημα έχουν απβλέσει την αξιοπιστία τους, απέναντι στην κοινωνία και ως προς τους συμμάχους και εταίρους, που αναγνωρίζουν και χρεώνουν πολιτικά λάθη, αντίστοιχη θα είναι και η στάση των αγορών, η αξιοπιστία έναντι των οποίων ανακτάται ακόμη δυσκολότερα.
Όπερ σημαίνει, ότι εφόσον Αλέξης Τσίπρας και Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέξουν να αντιπαρατεθούν σε όρους διασυρμού στελεχών και υποβάθμισης της πολιτικής, τότε θα φέρουν συγκεκριμένη και αποκλειστική ευθύνη για την εκθετική αύξηση του ρίσκου, λόγω προσδοκώμενων πολιτικών αναταράξεων. Έχοντας χάσει αμφότεροι πολιτικό κεφάλαιο, δυνάμεις και καλλιεργώντας ακραία πόλωση την κοινωνία θα βρεθούν αντιμέτωποι με επιλογές που δεν θα μπορούν να κάνουν.
Θέλοντας να προλάβει την έξωθεν εκμετάλλευση του κλίματος και την αποδεδειγμένα παρεμβατική διάθεση εξωτερικών παραγόντων η ΕΕ, διαμόρφωσε ιδιαίτερα σφιχτό θεσμικό πλαίσιο για τα προσωπικά δεδομένα και τη χρήση τους στις πολιτικές εκστρατείες, καθώς και για τη χρηματοδότηση κομμάτων και πολιτικών οργανώσεων. Η εσωτερική, χαμηλού επιπέδου, απολίτικη αντιπαράθεση, ανοίγει νέες πόρτες και δρόμους για την άνοδο αντισυστημικών μορφωμάτων.
Συνεπώς, μια πύρρειος νίκη στις εκλογές δεν σηματοδοτεί κυβερνησιμότητα, ούτε διασφαλίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την οικονομική σταθερότητα. Αντ’ αυτού ενισχύονται τα σενάρια παραφύση κυβερνήσεων, πολιτικών συμμαχιών και κοινωνικών αναταραχών.
Από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μέχρι το κάλεσμα σε πραξικόπημα από το βήμα της Βουλής, έχει διανυθεί πολύς δρόμος και η διαδρομή δεν φαίνεται εφικτό να αντιστραφεί, μπορεί όμως είτε να ενταθεί, είτε να ανασχεθεί, βάσει των επιλογών που θα γίνουν σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο για το ύφος της πολιτικής αντιπαράθεσης.