Πολλαπλούς κινδύνους απώλειας κρίσιμων εσόδων και παράλληλα παραγωγής ρίσκου εν λειτουργία, αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, καθώς νέοι κανονισμοί τίθενται σε ισχύ και αγορές που παρέμεναν σε εμβρυακό στάδιο, στην Ελλάδα, τώρα εκκινούν, δημιουργώντας δυναμική αναδιάταξης των όρων του ανταγωνισμού.
Οι νέες τάσεις στην αγορά πληρωμών και online τραπεζικής, κρύβουν κινδύνους που δεν είναι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού, ιδιαίτερα για τις παραδοσιακές και συστημικές τράπεζες, καθώς ο συνδυασμός των βραδυκίνητων μηχανισμών, του σφιχτού θεσμικού πλαισίου και του ασύμμετρου ανταγωνισμού από διαφορετικά σχήματα, χωρίς δεσμεύσεις με ηπιότερη εποπτεία και κανονιστικό πλαίσιο, γεννούν εξ ορισμού ρίσκο, κόστος και προκαλούν αναταράξεις.
Στις ΗΠΑ, το φαινόμενο Amazon απειλεί ήδη, μέσω του συστήματος Bain, και την καταθετική αγορά, προσφέροντας τρεχούμενους λογαριασμούς, με πολύ μεγαλύτερη ευελιξία, λιγότερες διαδικασίες και περισσότερη αδιαφάνεια. Η τάση αυτή δεν θα αργήσει να έρθει στην Ελλάδα, καθώς το θεσμικό πλαίσιο για τη φιλελευροποίηση και άλλων πτυχών της τραπεζικής αγοράς συζητείται ήδη στην Ευρώπη.
Στην Ελλάδα, η παρατεταμένη αδυναμία των τραπεζών να παίξουν το ρόλο τους, ως χρηματοδότες της ανάπτυξης, περιορίζει -και μάλιστα αφανώς- το μερίδιό τους στα νέα και υγιή επιχειρηματικά δάνεια, καθώς εκτός από τους venture capitalists, που δεν είχαν ποτέ ικανό μερίδιο και δυναμική, τώρα στην αγορά μπαίνουν τα equity funds, τα οποία έχουν πιο σκληρούς όρους, αλλά και τη δυνατότητα να παρέχουν στα χρηματοδοτούμενα σχήματα τεχνογνωσία, δημιουργώντας έτσι μια boutique αγορά, η οποία όμως συγκεντρώνει τον “αφρό” των υγιών και με προοπτικές επιχειρήσεων, στερώντας από τις τράπεζες προοπτικά σημαντικά κέρδη και μερίδια, τη στιγμή που πάσχουν στην παραγωγή οργανικής κερδοφορίας και είναι αναγκασμένες να “βγάζουν από τη μύγα ξύγκι” με αναδιαρθρώσεις και πωλήσεις NPL’s και NPE’s.
Πιο άμεσος και αισθητός είναι ο κίνδυνος απώλειας εσόδων από την αγορά e-payments και POS, όπου επιτρέπεται η δραστηριοποίηση μη τραπεζικών εταιριών σε πολύ διαφορετικό περιβάλλον, χωρίς απαιτήσεις κεφαλαίων, ενώ παράλληλα ο νόμος υποχρεώνει τις τράπεζες να αναλαμβάνουν την εκκαθάριση και να ανοίγουν τα δίκτυα ακόμα και τις υποδομές τους. Πρόκειται, δηαλδή, για διττό πρόβλημα, απώλειας εσόδων και δημιουργίας πρόσθετων πηγών ρίσκου και μάλιστα από μη-ευθέως ανταγωνιστικές οντότητες.
Αν τώρα σε όλα αυτά προστεθούν οι επιπτώσεις της Βασιλείας ΙΙΙ, της MiFid, των IFRS-9, τότε το σκηνικό για τις τράπεζες γίνεται επικίνδυνο και οι πολιτικές που απαιτούνται δεν μπορεί να είναι αμυντικές αλλά επιθετικές με στόχο τη δημιουργία νέων πηγών εσόδων και την επααδραστηριοποίηση στον τομέα των χορηγήσεων, καθώς και ενεργά κίνητρα επιστροφής καταθέσεων. Οι δυνατότητες, βέβαια, είναι περιορισμένες, καθώς αν και σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας είναι ισχυρές, οι χρηματοροές, η ρευστότητα και το κόστος κεφαλαίου είναι δείκτες που δεν επιτρέπουν αισιοδοξία και περιορίζουν ασφυκτικά τα περιθώρια ελιγμών.
Με δεδομένες τις ανάγκες άντλησης φρέσκου χρήματος για την αποπληρωμή του ELA και των μετοχών του Δημοσίου, την αντικατάσταση του αναβαλλόμενου στα ίδια κεφάλαια, ώστε να μειωθεί η μόχλευση και να ενισχυθεί η ρευστότητα, βελτιώνοντας την ποιότητα του παθητικού, οι διοικήσεις των τραπεζών θα χρειαστεί να καταρτίσουν επιχειρηματικά σχέδια με ύψηλής απόδοσης ανοίγματα σε νέες αγορές καθώς και συνεργασίες με μη-τράπεζες σε χρηματοδοτήσεις, με στόχο το διαμοιρασμό του ρίσκου και την αύξηση του καθαρού περιθωρίου κέρδους.