Στο στόχαστρο έρευνας της πανίσχυρης DG Comp, υπό την Μαργκρέτ Βέσταγκερ, βρίσκονται BMW, Daimler και VW, οι οποίες κατηγορούνται για σύσταση καρτέλ που στόχο έχει την καθυστέρηση και παρεμπόδιση ανάπτυξης της τεχνολογίας περιορισμού των ρύπων.
Οι κατηγορίες αρχικά απαγγέλθηκαν το 2017, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της διερεύνησης του dieselgate από τις αμερικανικές αρχές, όταν στην Ευρώπη κατηγορούνταν για καρτέλ στην κατασκευή συγκεκριμένων εξαρτημάτων, με μυστικές συναντήσεις και την επιβολή περιορισμών στις εταιρίες παραγωγής ως προς τα λίτρα των ντεπόζιτων βενζίνης συγκεκριμένου τύπου.
Η Κομισιόν όμως κατάφερε να προσδιορίσει και να στοιχειοθετήσει συγκεκριμένα αδικήματα, τα οποία θα γίνονταν αποδεκτά από και υπό τον γερμανικό κολεκτιβιστικό επιχειρηματικό κώδικα.
Αν και οι κανόνες της ΕΕ επιτρέπουν σε ανταγωνιστικές εταιρίες να συνεργάζονται και να επιμερίζουν το ρίσκο, υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει αυτές τις πρακτικές από τη σύσταση καρτέλ και την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Η Κομισιόν, όπως ανακοίνωσε, περιόρισε το εύρος των κατηγοριών, επικεντρώνοντας στις τεχνολογίες εκπομπών ρύπων, όπου έχουν ήδη καταδικαστεί στις ΗΠΑ.
Η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι BMW, Daimler, Volkswagen και οι μονάδες πολυτελών αυτοκινήτων τους, ήτοι Audi και Porsche — κατηγορούνται ότι “έχουν συμφωνήσει να συνεργάζονται και να μην ανταγωνίζονται”, παραβιάζοντας τους κανόνες ανταγωνισμού στις τεχνολογίες ελέγχου εκπομπών ρύπων.
Αν και πρόκειται για βαρύ κατηγορητήριο, με τεράστια επαπειλούμενα πρόστιμα, στην ουσία πρόκειται για νίκη των αυτοκινητοβιομηχανιών, καθώς αρχικά εξετάζονταν η απαγγελία κατηγοριών σε πολύ περισσότερους τομείς.