Εντείνονται τα τελευταία 24ωρα και μετά την 4η Σεπτεμβρίου οι πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές διεργασίες στη Δύση καθώς ο διεθνής παράγοντας αναζητά λύση για να ανακόψει την επέλαση Άσαντ στην Ιντλίμπ που δημιουργεί εκτοπισμένους και στόχο έχει να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων.
Ήδη, ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία έχουν ανακοινώσει ότι συζητούν το ενδεχόμενο χειρουργικών πληγμάτων κατά του Άσαντ προκειμένου να θέσουν όρια στην επιθετικότητά του Σύρου δικτάτορα, ενώ ανοιχτή στο ενδεχόμενο συμμετοχής είναι και η Γερμανία, η οποία διαθέτει δύο μοίρες αεροσκαφών στην Ιορδανία.
Παρέμβαση όμως άσκησε και ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος αρχικά είχε αφήσει να διαφανεί ότι θα στηρίξει Ρωσία και Άσαντ στην Ιντλίμπ, χαρακτηρίζοντας επισήμως τους αντάρτες της αντιπολίτευσης “τρομοκράτες”, όμως εσχάτως φαίνεται ότι ανέκρουσε πρύμναν και πλέον ζητά δράση κατά του Άσαντ από τη διεθνή κοινότητα.
Ωστόσο, παρά τις προειδοποιήσεις και τις διακηρυγμένες προθέσεις του διεθνούς παράγοντα να παρέμβει, οι ΗΠΑ έχουν επιδείξει απροθυμία ουσιαστικής εμπλοκής, η Γαλλία έχει αναδιπλωθεί και η Γερμανία κινείται περιφερειακά, ενώ η Τουρκία είναι εξαρτημένη από τη Ρωσία σε τέτοιο βαθμό που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να…φωνάζει.
Συνεπώς, τώρα γεννάται το ερώτημα αν υπάρχει κάποιος τρόπος να ανακοπεί ουσιαστικά η επέλαση του Άσαντ, ή αν όλη η αναστάτωση στόχο έχει να εξασφαλιστούν κάποιες ζώνες και ισορροπίες.
Στο παρελθόν οι ΗΠΑ διεξήγαγαν βομβαρδισμούς από πλοία στη Μεσόγειο, τα οποία όπως έχει επισημάνει η Ρωσία βρίσκονται ήδη σε θέσεις. Ωστόσο, σε πραγματικούς όρους οι βομβαρδισμοί έχουν περιορισμένες επιπτώσεις, ενώ ο Άσαντ, υπό την κάλυψη του Πούτιν έχει επιδείξει πρωτοφανή ανθεκτικότητα.
Ο Τούρκος πρόεδρος δημοσίευσε χθες άρθρο του στη Wall Street Journal υπό τον τίτλο
«Ο κόσμος πρέπει να σταματήσει τον Ασαντ».
Καθώς Ρωσία και Ιράν απέρριψαν την πρότασή του για άμεση κατάπαυση του πυρός στην τριμερή σύνοδο κορυφής της Τεχεράνης, την περασμένη Παρασκευή, ο Τούρκος πρόεδρος επέλεξε να απευθυνθεί στη Δύση μέσω της γνωστής αμερικανικής εφημερίδας.
«Ολα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας οφείλουν να αντιληφθούν τις ευθύνες τους, καθώς επίκειται η επιδρομή στο Ιντλίμπ. Οι επιπτώσεις της απραξίας θα είναι πελώριες»
γράφει ο Ταγίπ Ερντογάν, προειδοποιώντας για τους
«κινδύνους που θα αντιμετωπίσουν η Τουρκία, η Ευρώπη και άλλες περιοχές τόσο στο ανθρωπιστικό επίπεδο όσο και σε εκείνο της ασφάλειας».
Οπως γνωστοποίησε τη Δευτέρα ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζον Μπόλτον, Ηνωμένες Πολιτείες, Γαλλία και Βρετανία συμφώνησαν ότι, σε περίπτωση χρήσης χημικών όπλων από το καθεστώς Ασαντ, θα υπάρξει «πολύ ισχυρότερη απάντηση», από την πλευρά των τριών κρατών, σε σύγκριση με τα προηγούμενα πυραυλικά πλήγματα κατά του συριακού στρατού. Ωστόσο, ο Ταγίπ Ερντογάν υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν αρκεί. «Είναι ζήτημα κρίσιμης σημασίας για τις ΗΠΑ, που επικεντρώνουν την προσοχή τους στα χημικά αέρια, να απορρίψουν αυτή την αυθαίρετη ιεράρχηση του θανάτου. Τα συμβατικά όπλα είναι υπεύθυνα για περισσότερους θανάτους», σημείωσε στο προαναφερθέν άρθρο.
Στο μεταξύ, εκπρόσωποι του Ιράν, της Ρωσίας και της Τουρκίας συναντήθηκαν στη Γενεύη με τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ Στάφαν ντε Μιστούρα. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν η δημιουργία επιτροπής για τη σύνταξη νέου συριακού συντάγματος.