Στο γήπεδο των αγορών, τραπεζών και επενδυτών θα κριθεί και θα εδραιωθεί η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, τομείς που υπολείπονται προόδου, καθώς παρά τη σημαντική βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, ακόμα δεν φαίνεται να έχουν πειστεί οι εν δυνάμει επενδυτές για τις προοπτικές, ενώ η διάθεση ανάληψης ρίσκου περιορίζεται από εξωγενείς παράγοντες.
Η ελληνική οικονομία, αν και πλέον εισέρχεται σε αναπτυξιακή τροχιά, χρειάζεται φρέσκο επενδυτικό χρήμα για να μπορέσει να εκπληρώσει τις προοπτικές της και να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. Τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια δεν επιλέγουν ακόμα, εύκολα, την Ελλάδα, καθώς η χώρα ήταν επί μακρόν έξω από τα ραντάρ.
Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις, δείκτης που καταγράφει τις εισροές κεφαλαίων σε επιχειρήσεις, την ίδρυση νέων ή την εξαγορά υφιστάμενων και διαχωρίζεται από τα κεφάλαια που τοποθετούνται σε μετοχές και παράγωγα, αν και βελτιώνεται αισθητά, εν τούτοις παραμένει, σε καθαρή βάση, χαμηλότερα από το πρόσφατο παρελθόν, καθώς ο μεγάλος όγκος των αποκρατικοποιήσεων υλοποιήθηκε, ενώ η κυβέρνηση κινείται επιφυλακτικά στον τομέα.
Αντιστοίχως, περιορισμένες είναι και οι κεφαλαιακές ροές, ένδειξη ότι ακόμα δεν έχει βελτιωθεί επαρκώς το διεθνές και εγχώριο οικονομικό και επενδυτικό κλίμα, καταδεικνύοντας δύο τομείς στους οποίους πρέπει ακόμα να γίνουν κινήσεις, καθώς όπως φαίνεται η απελευθέρωση αγορών και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, στο πλαίσιο των Μνημονίων δεν πέτυχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα υπολείπεται και στην προσέγγιση χρηματοοικονομικού κεφαλαίου, καθώς το συνολικό άνοιγμα ξένων τραπεζών στην Ελλάδα ανέρχεται στα 58 δισ. Σε κεφαλαιακή βάση, το άνοιγμα των ξένων τραπεζών στην Ελλάδα έχει μειωθεί περίπου κατά 40% από το 2014, gap τo οποίο πρέπει να καλυφθεί για να ευοδωθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Ωστόσο, για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτούνται πλέον υψηλότερα περιθώρια κέρδους, τα οποία διασφαλίζονται από την επίτευξη των ρυθμών ανάπτυξης, την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης και τη σταθερότητα της οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Bank for International Settlements το 40% του συνόλου των ανοιγμάτων ξένων τραπεζών στην Ελλάδα αφορά σε γερμανικές τράπεζες, οι επενδύσεις των οποίων βαίνουν αυξανόμενες αλλά ακόμα χαμηλότερα από το 2014,
ενώ ακολουθούν οι αμερικανικές, που ακολουθούν συντηρητική πολιτική και αυτές, όμως, δεν προσεγγίζουν τα επίπεδα του 2014
οι βρετανικές, που διατηρούν μια σχετικά σταθερή παρουσία
οι ιταλικές, που παρά τα εσωτερικά προβλήματα έχουν μικρό αλλά αυξανόμενο άνοιγμα στην Ελλάδα
οι ολλανδικές, που παραμένουν σταθερές,
οι ελβετικές που αναπτύσσουν δειλά, δειλά μικρή θέση
και αρκετά χαμηλά οι γαλλικές, καθώς οι Γάλλοι έχασαν πολλά λεφτά από επενδύσεις σε ελληνικές τράπεζες, όπως συνέβη με την Εμπορική Τράπεζα τη Γενική Τράπεζα και άλλες περιπτώσεις.
Για να επανακάμψουν οι ροές κεφαλαίων προς την Ελλάδα, απαιτείται σειρά βημάτων στην κατεύθυνση της σταθεροποίησης, στο πλαίσιο αυτά εντάσσονται ο σχηματισμός κεφαλαιακού αποθέματος, η διαχείριση των κόκκινων δανείων, η βελτίωση της εικόνας στην αγορά real estate και η επανάκαμψη των τραπεζών ώστε να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, με εγχώρια κεφάλαια, ώστε να εξισορροπηθεί το ρίσκο του εν δυνάμει επενδυτή.
Αντίστοιχες ενέργειες γίνονται και σε πολιτικό επίπεδο, με τη διεύρυνση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η προσπάθεια σύγκλισης με Αριστεράς-Σοσιαλδημοκρατίας. ώστε να ενισχυθεί η πολιτική και εκλογική βάση και να διαμορφωθεί ένα νέο προσδοκώμενο πολιτικό σκηνικό, στο οποίο η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία θα έχει ρόλο.