Μεσούσης της προεκλογικής περιόδου για το Δημοψήφισμα αποδοχής της συμφωνίας των Πρεσπών, ξεκίνησε στην πΓΔΜ η δίκη για τη βίαιη εισβολή στο κοινοβούλιο, στην οποία κατηγορούνται 30 άτομα, μεταξύ των οποίων πέντε στελέχη του πρώην κυβερνώντος κόμματος, VMRO-DPMNE, ενώ ο πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ δείχνει τον προκάτοχό του, Νίκολα Γκρουέφσκι ως ιθύνοντα νου.
Η δίκη προστίθεται στις εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις υπό την ειδική εισαγγελία για το σκάνδαλο των κοριών, κατάχρηση εξουσίας και υπεξαίρεση χρημάτων του Δημοσίου, στις οποίες εμπλέκεται και ο πρώην πρωθυπουργός αντιμετωπίζοντας συνολικά ποινές που φτάνουν τα 21 χρόνια κάθειρξη.
Λίγο καιρό πριν ολοκληρώθηκε και η δίκη για τα γεγονότα στο Κρούσεβο, όπου αρκετοί καταδικάστηκαν, καθιστώντας σαφή την προσπάθεια να αποτραπούν αντίστοιχες εξελίξεις τώρα, επ αφορμής του Δημοψηφίσματος.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η εθνικιστική και σεχταριστική βία μεταξύ Αλβανών και Σλάβων έχει πολλάκις στο παρελθόν οδηγήσει τη γειτονική χώρα στα πρόθυρα διάλυσης, καθώς τότε το αλβανικό στοιχείο εμφορούνταν από τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό και τα Τίρανα τροφοδοτούσαν ενεργά την ιδέα για το σχηματισμό της Μεγάλης Αλβανίας, πολιτική από την οποία απέχουν τώρα.
Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι ο πρωθυπουργός, Ζόραν Ζάεφ, προσφάτως κατηγόρησε τη Μόσχα ότι επιχειρεί να υποκινήσει βίαια επεισόδια, χρησιμοποιώντας Έλληνες επιχειρηματίες ως μακρύ χέρι στην πΓΔΜ, με στόχο να ανακόψει την ευρωατλαντική πορεία της χώρας.
Συνεπώς, αν συνεκτιμηθούν όλες αυτές οι παράμετροι, είναι προφανές ότι η βία στην πΓΔΜ έχει κατ επανάληψη αποτελέσει μοχλό επιβολής ή αποτροπής πολιτικών εξελίξεων, στρατηγική την οποία επιχειρεί προληπτικά να καταστείλει η κυβέρνηση του Νίκολα Ζάεφ.
Βία στη Βουλή
Πολλοί τραυματίστηκαν τότε στις βίαιες ταραχές που προκάλεσαν περίπου εκατό εθνικιστές διαδηλωτές οι οποίοι εισέβαλαν στο κοινοβούλιο για να διαμαρτυρηθούν κατά της εκλογής του προέδρου της Βουλής, Ταλάτ Τζαφέρι, τον οποίο είχε εκλέξει η αλβανική μειονότητα, η οποία αντιπροσωπεύει το ένα πέμπτο του πληθυσμού.
Αρκετοί βουλευτές, συμπεριλαμβανομένου του νυν πρωθυπουργού Ζόραν Ζάεφ, τότε ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDSM), χτυπήθηκαν από μασκοφόρους διαδηλωτές.
Οι περισσότεροι από τους 33 άνδρες κατηγορούνται για «τρομοκρατική απειλή κατά της ασφάλειας και της συνταγματικής τάξης», ενώ δύο από αυτούς κατηγορούνται για συνενοχή. Όλοι τους αντιμετωπίζουν έως και 25 χρόνια ποινή κάθειρξης.
Μεταξύ των κατηγορουμένων είναι πέντε μέλη του Συντηρητικού Κόμματος (VMRO-DPMNE) που ήταν στην εξουσία το 2017, και ο πρώην υπουργός Εσωτερικών Μίτκο Τσάφκοφ.
«Η επίθεση στο κοινοβούλιο στις 27 Απριλίου 2017 δεν ήταν μια αυθόρμητη επίθεση, αλλά σχεδιασμένη από τους κατηγορούμενους»,
δήλωσε κατά την έναρξη της δίκης η εισαγγελέας Βίλμα Ρουσκόφσκα.
Ισχυρίσθηκε, μάλιστα, ότι ένας από τους κατηγορούμενους είχε επιφορτισθεί να δολοφονήσει τον Ζόραν Ζάεφ.
Η επίθεση που καταδικάστηκε από τη διεθνή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντάσσεται στο πλαίσιο μίας μακράς διάρκειας πολιτικής κρίσης στην περιοχή των Βαλκανίων
Η εισβολή στο κοινοβούλιο πραγματοποιήθηκε μετά από μήνες διαδηλώσεων που πραγματοποιούσαν εθνικιστές διαμαρτυρόμενοι για την συμφωνία συνασπισμού μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος του Ζόραν Ζάεφ και των κομμάτων της αλβανικής μειονότητας, συμφωνία η οποία θεωρείτο απειλή για την εθνική ενότητα.