Η Ελλάδα έχει βγει από το Μνημόνιο, η κυβέρνηση ανακτά -αν και όχι πλήρως- την πρωτοβουλία στην χάραξη οικονομικής πολιτικής, ωστόσο, το κλίμα παραμένει εύθραυστο, οι επενδυτές σε status “εν δυνάμει”, ενώ η βελτίωση της απασχόλησης και η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μεταφράζονται -ακόμα- με τον ίδιο ρυθμό σε αύξηση μισθών και κατ επέκταση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Ακόμα και όλοι οι δημοσιονομικοί δείκτες της χώρας να γίνουν πράσινοι, το χρέος διαχειρίσιμο και οι εξαγωγές να εκτοξευθούν, οι πιθανότητες ανάκαμψης της οικονομίας και βελτίωσης της ποιότητας ζωής, εντός της χώρας δεν θα είναι εφικτή, εφόσον δεν καταστεί εφικτή η σταθεροποίηση των προοπτικών για το ασφαλιστικό, το συνταξιοδοτικό κι αν δεν τροφοδοτηθεί η εσωτερική κατανάλωση.
Συνεπώς το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας παραμένει σύνθετο, δεν εντοπίζεται στο ΑΕΠ και στις δημόσιες δαπάνες, ούτε καν στα έσοδα του προϋπολογισμού αλλά στη δυνατότητα επανεκκίνησης της κοινωνίας και ανάπτυξης της κατανάλωσης στο εσωτερικό, αύξηση της απασχόλησης, κυρίως των νέων, και επανάκτηση της εργασιακής ασφάλειας, ώστε εμπεδωθεί η τάση αύξησης των εσόδων στα ασφαλιστικά ταμεία και να υποχωρήσουν οι πιέσεις για μειώσεις συντάξεων. Με αυτό τον τρόπο, αυξάνοντας εισόδημα και ασφάλεια στα ηλικιακά άκρα θα διευκολυνθούν οι οικογένειες, θα βελτιωθεί η κατανάλωση, ενώ θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για αύξηση της αποταμίευσης.
Ωστόσο, παραμένει το ζήτημα του φρέσκου χρήματος, το οποίο, σε επίπεδο επενδύσεων θα προσελκυθεί με αποκρατικοποιήσεις, καθώς οι τομείς που ελέγχει το κράτος παραμένουν -στην κρίση- οι μόνοι με εγγυημένα έσοδα. Για να υπάρξει διάχυση επενδύσεων σε ολόκληρο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητα θα πρέπει πρώτα να δείξει η κατανάλωση βιώσιμες ενδείξεις και παράλληλα να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα ώστε να παράσχει ικανή μόχλευση, για να επιτευχθεί ο διαμοιρασμός του αναλαμβανόμενου ρίσκου από τους επενδυτές.
Παράλληλα, το κράτος καλείται να βρει νέες πηγές άντλησης ρευστότητας, ώστε να μπορέσει να μειώσει τους φόρους και να διεγείρει την επιχειρηματικότητα, καθιστώντας έτσι πιο ελκυστικό το περιβάλλον.
Υπ αυτό το πρίσμα δεν είναι τυχαίο ότι το Bloomberg εστιάζει στις ιδιωτικοποιήσεις και την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων από τις τράπεζες, καθώς οι τομείς αυτοί μπορούν να αποτελέσουν το συνδυαστικό κλειδί που θα ανοίξει την πόρτα για την είσοδο επενδυτών.
«Όταν οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είπε στους δημοσιογράφους το 2011 ότι ανέμενε πως η Ελλάδα θα αντλήσει έως και 50 δισ. ευρώ από την πώληση κρατικής περιουσίας έως το 2015, η κατακραυγή από την τοπική κοινή γνώμη ότι ήταν τόσο έντονη, που οι επιθεωρητές της τρόικας δεν παραχώρησαν ποτέ ξανά συνέντευξη Τύπου στην χώρα»
επισημαίνει το Bloomberg σε άρθρο υπό τον τίτλο «Η πρόοδος στις ιδιωτικοποιήσεις το κλειδί για τη μετα-μνημονιακή εποχή».
Σήμερα, ωστόσο, επισημαίνει ο συντάκης, καθώς η Ελλάδα εξέρχεται από το τρίτο πρόγραμμα, η συζήτηση για πώληση κρατικού ενεργητικού δεν θεωρείται πια ταμπού και η χώρα υπόσχεται να ολοκληρώσει το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων.
Η αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, άλλοτε γνωστή για την απόρριψη κάθε είδους αποκρατικοποίησης, τώρα θέλει «να δώσει ώθηση στην διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων», σχολιάζει στο πρακτορείο ο Γρηγόρης Στεργιούλης, πρόεδρος τoυ Enterprise Greece.
Παρά τις ενθαρρυντικές ενδείξεις πάντως, υπάρχουν λόγοι οι επενδυτές να είναι επιφυλακτικοί, αναφέρει το Bloomberg, επικαλούμενο τα επίσημα στοιχεία, που αποκαλύπτουν ότι η Ελλάδα απέχει πραγματικά πολύ από το στόχο των 50 δισ. ευρώ. Από το 2011 έως και το 2017 τα έσοδα από 38 ιδιωτικοποιήσεις είναι μόλις 4,7 δισ. ευρώ σε μετρητά και επιπλέον 7,8 δισ. ευρώ σε δεσμευτικές προσφορές.
Τα πράγματα, πάντως, δείχνουν καλύτερα πια, αναγνωρίζει το πρακτορείο. Φέτος η κυβέρνηση σχεδιάζει να εξασφαλίσει έσοδα 2,7 δισ. ευρώ με ορισμένα από τα μεγαλύτερα project να είναι κοντά στην φάση της ολοκλήρωσης.
Σε άλλο άρθρο το Bloomberg επανέρχεται και στο φλέγον ζήτημα των κόκκινων δανείων, επισημαίνοντας ότι εξακολουθεί να αποτελεί «βαρίδι», ακόμη και μετά τη συρρίκνωση που επέφερε στον τραπεζικό τομέα η κρίση.
Το πρακτορείο αναφέρει ότι προ κρίσεως υπήρχαν 40 τράπεζες στην Ελλάδα, ενώ σήμερα εννέα, εκ των οποίων μόλις τέσσερις θεωρούνται συστημικές. Η έκθεση του τραπεζικού τομέα σε κόκκινα δάνεια ανέρχεται στα 92,4 δισ. ευρώ (στοιχεία από τέλη Μαρτίου), ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο ήμισυ του ΑΕΠ της χώρας. Η ΕΚΤ έχει ζητήσει τη μείωσή τους κατά 30 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2019.
Όπως επισημαίνεται στο άρθρο, οι τράπεζες έχουν καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες να περιορίσουν τα κόστη τους. Έχουν περιορίσει το δυναμικό τους σε 40.000 εργαζόμενους στα τέλη του 2017 από 66.165 το 2008 και έχουν κλείσει τα μισά υποκαταστήματά τους, με το συνολικό δίκτυο στα 2.000 υποκαταστήματα από 4.087 στα τέλη του 2008.