Τη διάθεση της Ευρώπης να ενεργοποιηθεί στην κρίση της τουρκικής οικονομίας ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα επιβεβαιώνει η τηλεφωνική επικοινωνία που είχε χθες το βράδυ η Άγκελα Μέρκελ με τον Ταγίπ Ερντογάν, κατά την οποία συμφωνήθηκε να υπάρξει επαφή σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών.
“Κλειδί” για την ενεργοποίηση του διαύλου επικοινωνίας αυτού φαίνεται ότι ήταν η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, καθώς η επικοινωνία των δύο ηγετών πραγματοποιήθηκε μερικές ώρες αργότερα.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ωρών και ημερών έχουν ήδη θετικό αντίκτυπο στις αγορές, με τη λίρα να ανακάμπτει, καθώς οι πρωτοβουλίες του Ταγίπ Ερντογάν, αν και υπό πίεση, εκτιμάται ότι θα συντείνουν στην αποκατάσταση της σταθερότητας. Οι αγορές όμως παραμένουν επιφυλακτικές καθώς το νευρωτικό στυλ διοίκησης του Τούρκου προέδρου τον έχει, στο όχι μακρινό παρελθόν, οδηγήσει σε σπασμωδικές και ανακόλουθες κινήσεις.
Το Βερολίνο και η Bundesbank που παρακολουθούσαν από κοντά τις εξελίξεις στην κρίση της λίρας είχαν συστήσει στην Άγκυρα διασφάλιση της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας και παράλληλα πιο τολμηρή πολιτική στη στήριξη της λίρας, η οποία βρέθηκε να χάνει έως και 80% από τις αρχές του έτους, πριν ανακάμψει στις δύο τελευταίες συνεδριάσεις.
Η μεταβλητότητα στη λίρα παραμένει έντονη, μεγαλύτερη κι από του Bitcoin όπως παρατηρεί το Bloomberg, καθώς η πολυεπίπεδη πίεση που ασκείται από τις ΗΠΑ δρα αποσταθεροποιητικά, ενώ οι σπασμωδικές ενέργειες του Ταγίπ Ερντογάν και η επιμονή στην αναζήτηση λύσεων εκτός πλαισίου, υποσκάπτει τη βιωσιμότητα του οικονομικού μοντέλου της Τουρκίας, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Στην πραγματικότητα, ο Ταγίπ Ερντογάν ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του και τα βήματα που είναι διατεθειμένος να κάνει για να αντιμετωπίσει με ευρωπαϊκή βοήθεια το Trump-effect, ούτε όμως η Γερμανία και η Ευρώπη έχουν δείξει διάθεση να παίξουν το ρόλο της ασπίδας απέναντι στις ΗΠΑ.
Επίσης, η προσπάθεια προσέγγισης της Τουρκίας με την ΕΕ, σε αυτή τη φάση, επιβεβαιώνει την απομάκρυνση από τον άξονα της Μόσχας, στον οποίο προσέφυγε αρχικά για στήριξη ο Ταγίπ Ερντογάν, ζητώντας από τον Βλάντιμιρ Πούτιν συναλλαγές σε εθνικό νόμισμα, πρόταση για την οποία έλαβε θετικές σκέψεις, όχι όμως πράξεις.
Το Βερολίνο έχει προφανώς πληρέστερη εικόνα, αντιλαμβάνεται την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο Ταγίπ Ερντογάν και είναι προφανές ότι αν επιδιώξει εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας θα λάβει υπόψη του τις συνθήκες και την προοπτική και θα θέσει δικλείδες ασφαλείας.
Βέβαια, η Γερμανία, δεν προσφέρει προς το παρόν καμία οικονομική βοήθεια στην Άγκυρα, ανάλογη με εκείνη που έδωσε το Κατάρ, ωστόσο η τηλεφωνική επικοινωνία αντανακλά το μέγεθος του οικονομικού διακυβεύματος και για τις δύο χώρες.
«Η Γερμανία θέλει να αποφύγει την οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας, δεν μπορεί να επιτρέψει τη βύθιση της χώρας στο χάος»
σχολίασε γερμανική πηγή στο Bloomberg.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η Γερμανία ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Ταγίπ Ερντογάν στις 28 Σεπτεμβρίου, ενώ η Άγκελα Μέρκελ είχε υπογραμμίσει πριν από λίγες ημέρες ότι
«κανείς δεν έχει συμφέρον από την οικονομική αποσταθεροποίηση της Τουρκίας».
Φόβοι διάχυσης
Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο, όμως, θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, καθώς οι στενοί οικονομικοί δεσμοί των δύο πλευρών γεννούν φόβους διάχυσης της κρίσης, κάτι που γνωρίζει και εκμεταλλεύεται ο Ταγίπ Ερντογάν.
Η Ευρώπη βιώνει, ήδη, αναταράξεις από την τουρκική κρίση, καθώς μετά την αποκάλυψη των Financial Times για τα ανοίγματα ευρωπαϊκών τραπεζών στην Τουρκία, ακολούθησε sell off στα Χρηματιστήρια και επιταχύνθηκε η υποχώρηση του ευρώ, η οποία ωστόσο ξεκίνησε επ αφορμής της αύξησης επιτοκίων στις ΗΠΑ.
Αν και η υποχώρηση του ευρώ δεν είναι εξ ορισμού αρνητική, εν τούτοις τα προβλήματα των τραπεζών μπορούν να εξελιχθούν σε απειλή για τη συστημική σταθερότητα.
Τα προβλήματα της Τουρκίας έχουν πολιτική υφή και προέλευση, καθώς εδράζονται στην προσπάθεια του Ταγίπ Ερντογάν να συγκεντρώσει ισχύ και να θέσει να όρους στους εταίρους και συμμάχους, διεκδικώντας το status της περιφερειακής υπερδύναμης όχι μέσω του μοντέλου της ισορροπίας δυνάμεων, αλλά αυθαίρετα και χωρίς στρατηγική διαχείρισης της εξουσίας.
Τι σημαίνει η προσέγγιση ΕΕ-Τουρκίας
Η προσπάθεια επαναπροσέγγισης του Ταγίπ Ερντογάν με την Ευρώπη, καταδεικνύεται από πληθώρα κινήσεων και δηλώσεων, που ξεκινούν προεκλογικά και συνεχίζονται, στις οποίες περιλαμβάνεται η εξομάλυνση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ολλανδία και την Αυστρία. Εσχάτως και επ’ αφορμής της κρίσης, η κινητικότητα αυτή, εμφορείται από την αίσθηση του κατεπείγοντος καθώς ενδεχόμενη κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας συνιστά συστημική απειλή για την Ευρώπη και την Ευρωζώνη.
Γεωστρατηγικά, η Γερμανία έχει πάγια πολιτική παθητικού αλλά καταλυτικού ελέγχου των πόλων περιμετρικά των ευρωπαϊκών συνόρων. Η Τουρκία, από την πλευρά της, επιδιώκει εγγύτητα με την ΕΕ, ιδιαίτερα τώρα που αναπτύσσεται ο Ευρωστρατός και αποκτά υπόσταση η Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας. Συνεπώς, οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και την ΕΕ θα συμβάλλουν στον καθορισμό του προφίλ και της υφής της αμυντικής πολιτικής της ΕΕ.
Για την Ελλάδα, η προοπτική προσέγγισης Βερολίνου-Άγκυρας αξιολογείται θετικά, καθώς εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στον έλεγχο και αποκλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας, στο πλαίσιο της λογικής για μια συνεκτική σχέση με την ΕΕ. Θετικός θα είναι και ο οικονομικός αντίκτυπος, καθώς η σταθεροποίηση της τουρκικής οικονομίας, περιορίζει το φόβο διάχυσης και απομακρύνει ανησυχίες που πλήττουν την εύθραυστη ελληνική οικονομία. Από την άλλη πλευρά δεν είναι σαφές πώς θα αποτυπωθεί μια τέτοια συμμαχία στην προσπάθεια εδραίωσης του νέου αμερικανικού γεωοικονομικού-ενεργειακού δόγματος στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, σενάριο στο οποίο η Ελλάδα ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Επίσης, σε αυτή τη φάση δεν είναι σαφές πώς θα επιδράσει μια οικονομική συνεργασία Βερολίνου-Βρυξελλών με την Άγκυρα στο γεωπολιτικό σκηνικό και ιδιαίτερα στις κλυδωνιζόμενες σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ, καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Οι σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας
Η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας με τις διμερείς συναλλαγές να προσεγγίζουν τα 37 δισ. ευρώ ετησίως, Περίπου 6.500 πλήρως ή μερικώς ελεγχόμενες από γερμανικά κεφάλαια εταιρείες λειτουργούν στην τουρκική αγορά.
Πέρα από τις γερμανικές, πολλές ακόμη ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν πολυετή, ισχυρή παρουσία και εξάρτηση από την Τουρκία. Η γειτονική χώρα είναι για την Ε.Ε. ο τέταρτος μεγαλύτερος προορισμός των εξαγωγών της και ο πέμπτος μεγαλύτερος προμηθευτής εισαγωγών.
Βέβαια, η βοήθεια του Βερολίνου δεν είναι ποτέ άνευ όρων, γεγονός που αποτελεί εξ αρχής περιοριστικό όρο για το βάθος και το πλαίσιο ενδεχόμενης στήριξης.