Με non-paper μανιφέστο του κλίματος και των ενεργειών που οδήγησαν στην αποφυλάκιση και τον επαναπατρισμό των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από την Τουρκία, επιχειρεί το Μέγαρο Μαξίμου να σημασία της συνάντησης Τσίπρα – Ερντογάνδιαμορφώσει το πλαίσιο αναφοράς για τα δημοσιεύματα και να καθοδηγήσει τις αναλύσεις, παραγνωρίζοντας όμως ζητήματα στρατηγικής σημασίας, τα οποία βρίσκονται σε τροχιά ανάδειξης στην πολιτική και διπλωματική ατζέντα.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνουν από το Μαξίμου, «η Ελλάδα επέμεινε σταθερά στο δρόμο της διπλωματίας, διατηρώντας ανοιχτούς πολυεπίπεδους διαύλους με την Τουρκία τα τελευταία χρόνια, γνωρίζοντας ότι έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία αυτήν την περίοδο».
Ωστόσο, δεν αναφέρεται στην κινητικότητα της Τουρκίας για το Κυπριακό και τα ενεργειακά στην Ανατολική Μεσόγειο, ζητήματα που η Άγκυρα θέτει μετ επιτάσεως τόσο στις διμερείς επαφές με την Ελλάδα όσο στα διεθνή φόρα.
Η παντελής απουσία αυτών των θεμάτων από την αναλυτική προσέγγιση του Μαξίμου, κάθε άλλο παρά τυχαία μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς όπως έχει δηλώσει ο Νίκος Κοτζιάς το Κυπριακό θα ανοίξει άμεσα, κάτι που επιβεβαίωσε έμμεσα με σε ομιλία του στη διάσκεψη των Τούρκων πρέσβεων ο υπουργός Εξωτερικών, Μελβούτ Τσαβούσογλου.
Συνεπώς, καθίσταται σαφές ότι στο τραπέζι υπήρχαν πολλά θέματα και συνεπώς έντονη πίεση από τον αμερικανικό παράγοντα.
Σύμφωνα με κυβερνητικούς παράγοντες, κρίσιμες στο πλαίσιο αυτό ήταν:
Οι τρεις επισκέψεις του Πρωθυπουργού στην Τουρκία το 2015-2016 και οι συναντήσεις ΥΠΕΞ που συνεισέφεραν καθοριστικά στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, την οικοδόμηση της ευρωτουρκικής στρατηγικής σχέσης και την προώθηση των συνομιλιών για το Κυπριακό.
- Η στήριξη στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Τουρκίας κατά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016.
- Η σταθερή στήριξη στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και στη διατήρηση των ευρωτουρκικών διαύλων.
- Η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου για πρώτη φορά μετά από 65 χρόνια στην Αθήνα.
- Η μη προσχώρηση της Ελλάδας στη λογική επιβολής οικονομικών κυρώσεων στην Τουρκία κατά την τελευταία περίοδο.
Στο πλαίσιο αυτών των διμερών σχέσεων, όπως αναφέρουν οι ίδιοι παράγοντες, εντάθηκαν οι επαφές μέσω όλων των υφιστάμενων διαύλων (πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, γενικός γραμματέας υπουργείου Εξωτερικών, ελληνικές διπλωματικές και προξενικές Αρχές στην Τουρκία, Α/ΓΕΕΘΑ) προς την Τουρκία για την απελευθέρωση των δυο στρατιωτικών και αναδείχτηκαν οι επιπτώσεις που είχε η παράνομη κράτηση τους.
Η σημασία της συνάντησης Τσίπρα – Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ
Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο, στο περιθώριο της Συνόδου ΝΑΤΟ, η οποία κράτησε πάνω από 1,5 ώρα. Αναφερόμενος στη συζήτηση που είχε με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Αλέξης Τσίπρας είχε δηλώσει στη συνέντευξη Τύπου που είχε παραχωρήσει: «Στον πρόεδρο Ερντογάν, έδωσα να καταλάβει ή ελπίζω τουλάχιστον, ότι το ζήτημα των οκτώ δεν μπορεί να συσχετίζεται με το ζήτημα των δύο. Είναι άλλο θέμα όταν κάποιος ζητά άσυλο και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες και βεβαίως υπεύθυνη για τις αποφάσεις είναι η ανεξάρτητη σε ένα κράτος δικαίου, όπως η Ελλάδα, δικαιοσύνη και άλλο ζήτημα είναι αυτό που αφορά τη σύλληψη και την κράτηση δύο στρατιωτικών που κατά τη διάρκεια επιχείρησης ρουτίνας, που αφορά την επίβλεψη των συνόρων, πέρασαν κατά λάθος, κατά κάποια μέτρα στην άλλη πλευρά».
«Ουδέποτε μπήκαμε σε παζάρια»
Παραπέμποντας στις παραπάνω δηλώσεις του κ. Τσίπρα, κυβερνητικές πηγές σημειώνουν πως «είναι προφανές τόσο διά της δήλωσης του πρωθυπουργού όσο και εκ του αποτελέσματος τελικά, ότι για το ζήτημα αυτό η Ελλάδα ουδέποτε μπήκε σε παζάρια». «Τονίστηκε ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και ότι για τους οκτώ Τούρκους στρατιωτικούς οι οποίοι είναι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στο πραξικόπημα, ακολουθήθηκαν και ακολουθούνται οι προβλεπόμενες από τη δικαιοσύνη διαδικασίες. Την ίδια στιγμή που φυσικά, υποστηρίχτηκε σταθερά η θέση αρχών της χώρας μας ότι πραξικοπηματίες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην Ελλάδα» επισημαίνουν, προσθέτοντας ότι η συσχέτιση των οκτώ Τούρκων με τους δύο στρατιωτικούς «δεν υπήρξε ποτέ ως επιλογή για την ελληνική κυβέρνηση, αντιθέτως η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε μόνο από στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Ανάδειξη του ζητήματος στους συμμάχους
Παράλληλα, όπως υπογραμμίζουν οι πηγές του Μαξίμου, «η Ελλάδα ανέδειξε σταθερά το ζήτημα στις συνομιλίες με τους συμμάχους και εταίρους της και σε διεθνή και ευρωπαϊκά φόρα, ώστε να ασκήσει επιπλέον πίεση για επίλυση του ζητήματος». Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνουν, «το αίτημα για την απελευθέρωση των δύο στρατιωτικών, εντάχθηκε στα Συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παράλληλα, τέθηκε επιτακτικά από τους Προέδρους Τουσκ και Γιούνκερ στη Σύνοδο της Βάρνας, ενώ αναδείχτηκε επίμονα στο ΝΑΤΟ, τόσο από τον πρωθυπουργό όσο και από τον υπουργό Εξωτερικών και τον υπουργό Εθνικής Άμυνας». Επιπλέον, όπως αναέρουν οι ίδιες πηγές, το ζήτημα τέθηκε επανειλημμένως στις γερμανοτουρκικές και αμερικανοτουρκικές συνομιλίες, ενώ τέθηκε και στη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν τον Απρίλιο, αφού λίγες μέρες πριν είχε αναφερθεί σχετικά ο Πρωθυπουργός σε τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Ρώσο Πρόεδρο.
Η προσπάθεια της Άγκυρας να επανεκκινήσει τις σχέσεις με την Ε.Ε
Κατά το Μαξίμου, σημαντικός παράγοντας στην επίλυση του ζητήματος κατά την παρούσα περίοδο είναι και η προσπάθεια της Τουρκίας να επανεκκινήσει τις σχέσεις της με την Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της (αποκατάσταση σχέσεων με Ολλανδία, συνάντηση με Μέρκελ, προσέγγιση Αυστρίας), σε μια περίοδο που αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κρίση. «Η Τουρκία προέβη σε αυτή την κίνηση αναγνωρίζοντας ότι το ανωτέρω ζήτημα είχε – μετά από τις ανωτέρω ελληνικές ενέργειες – καταστεί καίριας σημασίας για την επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων» παρατηρούν κυβερνητικές πηγές.