Πολιτικό και διπλωματικό παρασκήνιο που δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού περιβάλλει την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών από την Τουρκία, μεσούσης της έντασης στις σχέσεις της γειτονικής χώρας με τις ΗΠΑ και την κατάρρευση της λίρας.
Οι έως τώρα δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, υπουργών και οι διαρροές υπηρεσιακών παραγόντων προς τα media δεν βοηθούν στην αποκρυστάλλωση της εικόνας και στο φωτισμό των συνθηκών και την αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων και κινήσεων που οδήγησαν στην άνευ περιοριστικών όρων απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών.
Συνεπώς η “αποκρυπτογράφηση” του μηνύματος που κρύβει η κίνηση του Ταγίπ Ερντογάν, έγκειται στην συνδυαστική ερμηνεία, δηλώσεων, κινήσεων και παρεμβάσεων κάτω από τα ιστορικά, πολιτικά και κλιματικά φίλτρα, με την επιφύλαξη, όμως, των άγνωστων παρασκηνιακών διεργασιών.
Αν και για τον σχηματισμό πλήρους και καθαρής εικόνας απαιτούνται πληροφορίες και στοιχεία, πιθανώς διαβαθμισμένα και σίγουρα “ανομολόγητα”, τα σημεία των καιρών, οι ενδείξεις και τα σενάρια απολήξεων, συντείνουν στη διαμόρφωση της άποψης ότι η απελευθέρωση των Ελλήνων στρατιωτικών, χωρίς περιοριστικούς όρους, αποτέλεσε την κεφαλίδα του μηνύματος του Ταγίπ Ερντογάν προς τη Δύση, μη θέλοντας να υποκύψει απευθείας στον αμερικανικό εκβιασμό, αλλά δηλώνοντας την πρόθεσή του να συνεργαστεί και αποδεικνύοντας ισχυρή πολιτική βούληση.
Από Ελληνικής πλευράς, η Αθήνα επέλεξε τους εν γένει χαμηλούς τόνους, με περιοδικές εξάρσεις, ενώ κινήθηκε διπλωματικά στα συνεκτικά φόρα, ενίσχυσε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και ενδεχομένως να έπαιξε και ρόλο διαύλου επικοινωνίας με την Ευρώπη και άλλους παράγοντες σε δύσκολες στιγμές. Όπως είναι προφανές, η βελτίωση των σχέσεων σε πολιτικό, εμπορικό, ενεργειακό και αμυντικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, για τις οποίες κατηγορήθηκε εξ αριστερών η κυβέρνηση, αποτέλεσαν καταλύτη για τις εξελίξεις, ακόμα και για την απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν να στείλει μήνυμα μέσω της απελευθέρωσης των Ελλήνων στρατιωτικών.
Οι αμυντικές δαπάνες, η συνεργασία με το NATO και η ενεργητική συμμετοχή στην εδραίωση του νέου αμερικανικού γεωοικονομικού δόγματος στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, που βασίζεται στους αγωγούς ενέργειας από το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αποτέλεσαν συστατικά για την σύσφιξη και ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων που έδωσαν πρόσβαση στο “αυτί” του Ντόναλντ Τραμπ.
Η μεγάλη εικόνα
Ανεξαρτήτως της προοπτικής ή όχι άμεσης εξομάλυνσης των σχέσεων με τις ΗΠΑ, η Τουρκία δεν θα μπορούσε να απωλέσει το συγκριτικό της πλεονέκτημα ως γεωπολιτικού παίκτη στη σκακιέρα της Μέσης Ανατολής, που δεν είναι άλλο από τις προσβάσεις (φυσικές, διπλωματικές, οικονομικές και ιδεολογικές) με τη Δύση. Ό Ταγίπ Ερντογάν, αναγνωρίζοντας νωρίτερα τα σημάδια των οιωνών για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, επιχείρησε επαναπροσέγγιση με την Ευρώπη, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες εξομάλυνσης στις διμερείς σχέσεις με την Αυστρία και επισκεπτόμενος Γερμανία και Γαλλία, καθώς και επιχειρώντας βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα.
Η απόφαση ελήφθη στη στιγμή της κορύφωσης της έντασης με τις ΗΠΑ και ενώ η Ευρώπη τηρούσε αποστάσεις ασφαλείας από την κρίση της λίρας, θέλοντας να αποφύγει την άμεση πολιτική εμπλοκή, παρά το γεγονός ότι η αποκάλυψη της έκθεσης των ευρωπαϊκών τραπεζών καθιστά την ΕΕ αναπόδραστα παράγοντα του προβλήματος, άρα και συμμέτοχο της λύσης.
Τα τελευταία μέτρα
Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί σήμερα δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό της συνάντησης του Αλέξη Τσίπρα με τον Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του NATO, ακόμα και υπό την παραδοχή ότι η δημόσια αίσθηση απείχε από την πραγματική κατάσταση και ότι η υποβόσκουσα ένταση έδειχνε στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας.
Ακόμα, λοιπόν, κι αν η προεργασία σε διμερές επίπεδο είχε γίνει στο υψηλότερο επίπεδο, η απόφαση του Ταγίπ Ερντογάν θα μπορούσε να είχε αλλάξει, καθυστερήσει ή τοποθετηθεί σε διαφορετικό πλαίσιο. Τη στιγμή, όμως, που τα φώτα του διεθνούς Τύπου είναι στραμμένα στην Τουρκία ο Ταγίπ Ερντογάν αποφασίζει -μέσω της ανεξάρτητης τουρκικής Δικαιοσύνης- την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων.
Η χρησιμότητα της έντασης
Οι δηλώσεις, μάλιστα, του Μελβούτ Τσαβούσογλου, κατά της Ελλάδας για υποκίνηση της έντασης στο Αιγαίο, τις προηγούμενες ημέρες, η ενίσχυση της τουρκικής παραβατικότητας και το πάγωμα των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης από την Ελλάδα, έδειχναν στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης.
Η επικοινωνιακή διαχείριση των διμερών εντάσεων, όμως, σπανίως βρίσκεται σε ευθεία αντιστοίχιση με το κλίμα που επικρατεί, ενώ οι εντάσεις έχουν κατ επανάληψη χρησιμοποιηθεί ως προοίμιο για την ανάληψη διπλωματικών και πολιτικών πρωτοβουλιών αποκλιμάκωσης.
Υπό την αβίαστη -σχετικά- παραδοχή ότι, η επιλογή της χρονικής στιγμής, του πολιτικού πλαισίου και του διπλωματικού μηνύματος, πέραν πάσης αμφιβολίας, αποτελεί πρωτοβουλία του Τούρκου προέδρου, ακόμα και στο ακραίο σενάριο που ο Ταγίπ Ερντογάν γνώριζε από τις Βρυξέλλες τις επικείμενες εξελίξεις με τις ΗΠΑ, η απελευθέρωση των δύο Ελλήνων, αποτελεί επιβεβαίωση της ανεξαρτησίας της τουρκικής Δικαιοσύνης.
Προπέτασμα καπνού
Αν σε αυτό προστεθεί η απορριπτική απάντηση του εφετείου της Σμύρνης στο αίτημα άρσης περιοριστικών όρων του πάστορα Μπράνσον, αίτημα του οποίου εκκρεμεί και στο Ανώτατο Δικαστήριο, τότε διαπιστώνεται μια νωχελική κινητικότητα, στην κατεύθυνση της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δύση.
Το κάλεσμα σε μποϊκοτάζ αμερικανικών ηλεκτρονικών προϊόντων από τον Ταγίπ Ερντογάν και η αύξηση των δασμών σε εισαγωγές από τις ΗΠΑ, αποτελούν κινήσεις που απαντούν στις κυρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά σε χαμηλότερους τόνους και με πολύ περιορισμένο αντίκτυπο. Συνεπώς, φαίνεται ότι πρόκειται για πρωτοβουλίες εσωτερικής κατανάλωσης, για τις οποίες ο πρέσβης της Τουρκίας στην Ουάσιγκτον είχε ενημερώσει τον Σύμβουλο Ασφαλείας του προέδρου των ΗΠΑ.