Παρέμβαση στην εν εξελίξει αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ επιχειρεί ο Ταγίπ Ερντογάν με άρθρο του στους New York Times, όπου επιχειρεί να καταδείξει ότι η αιτία της έντασης είναι η αλλαγή της αμερικανικής στρατηγικής, απειλώντας παράλληλα με εντατικοποίηση της συνεργασίας με τη Ρωσία, χωρίς ωστόσο να θέτει εν αμφιβόλω τη θέση της Τουρκίας στο NATO.
Η Τουρκία, που αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της Ατλαντικής Συμμαχίας, έχει αποφασίσει να αγοράσει αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400 από τη Ρωσία προκαλώντας αντιδράσεις στο NATO και στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα σε εξέλιξη βρίσκεται η προμήθεια των F-35. Η παράλληλη χρήση αυτών των δύο συστημάτων προϋποθέτει εισαγωγή στο αντιπυραυλικό δεδομένων για τα αεροσκάφη, το οποίο συνεπάγεται -σύμφωνα με την Ουάσιγκτον- διαρροή κρίσιμων αμυντικών πληροφοριών στη Μόσχα.
Το άρθρο του Ταγίπ Ερντογάν έρχεται μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Βλάντιμιρ Πούτιν, στο πλαίσιο της οποίας, όπως ανακοίνωσε το Κρεμλίνο, συζητήθηκαν τα ενεργειακά projects, ενώ διαρροές από το περιβάλλον του Τούρκου προέδρου ανέφεραν ότι οι δύο ηγέτες συζήτησαν και για τη Συρία.
Στο άρθρο του ο Ταγίπ Ερντογάν υποστηρίζει ότι
«Οι μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ εναντίον της Τουρκίας υπονομεύουν τα αμερικανικά συμφέροντα και την ασφάλειά τους, ενώ αναγκάζουν την Τουρκία να αναζητήσει άλλους συμμάχους»,
ενώ επισημαίνει πως
«Η συνεργασία μας δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια από διαφωνίες. Δυστυχώς, οι προσπάθειές μας να αναστρέψουμε αυτήν την επικίνδυνη τάση αποδείχθηκαν μάταιες»,
Παράλληλα, επιχειρεί να θέσει και όρους, ρητορική που εφόσον δεν εξισορροπείται, αναμένεται να προκαλέσει τη μήνη του προέδρου των ΗΠΑ:
Πριν είναι πολύ αργά, η Ουάσιγκτον πρέπει να εγκαταλείψει την λανθασμένη αντίληψη ότι η σχέση μας μπορεί να είναι ασύμμετρη και να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι η Τουρκία έχει εναλλακτικές λύσεις. Η αποτυχία να αντιστραφεί αυτή η τάση και η έλλειψη σεβασμού θα μας οδηγήσει να αναζητήσουμε νέους φίλους και συμμάχους»,
Ο πρόεδρος της Τουρκίας ξεκινώντας, επιχειρεί να εδραιώνει την εγγύτητα και τον στρατηγικό χαρακτήρα των σχέσεων, λέγοντας:
Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία 60 χρόνια η Τουρκία και οι ΗΠΑ υπήρξαν στρατηγικοί σύμμαχοι και μέλη του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ αδυνατούν επανειλημμένως και σταθερά να κατανοήσουν και να σεβαστούν τις ανησυχίες του τουρκικού λαού
και προσθέτει:
«Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αρχίσουν να σέβονται την κυριαρχία της Τουρκίας και να κατανοούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το έθνος μας, η συνεργασία μας θα τεθεί σε κίνδυνο».
Η διατύπωση αυτή, προειδοποιεί για το ενδεχόμενο ανάληψης δράσεων που θα περιορίσουν τη συνεργασία, όπως για παράδειγμα είναι το κλείσιμο της βάσης του Ιντσιρλίκ ή άλλα παρόμοια μέτρα, που θα υποβαθμίσουν την αμερικανική στρατιωτική ισχύ στην περιοχή και συνεπώς τον ρόλο τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με αφορμή την ιστορική πτώση της τουρκικής λίρας ο Ερντογάν έκανε χθες λόγο για «οικονομικό πόλεμο» σε βάρος της Τουρκίας, διαβεβαιώνοντας όμως πως η Άγκυρα θα αναδειχτεί νικήτρια.