Τι μηνύματα θα μπορούσε άραγε να κρύβει αυτή η τουλάχιστον παράξενη σύμπτωση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή με τις θέσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και το ΔΝΤ; Υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα τραβούσε την προσοχή κανενός, όχι όμως τώρα, όταν τη μια υπογράφει ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, την άλλη ο Γιάννης Στουρνάρας και την τρίτη ο Ντόλμαν!
Κάποιοι θα μπορούσαν να τη χαρακτηρίσουν άβολη, άλλοι ανεξήγητη, αλλά για τις αγορές η συμφωνία δύο θεσμών εμπνέει εμπιστοσύνη, ενώ στη συγκεκριμένη περίπτωση σηματοδοτεί και την αλλαγή των έως τώρα συγκρουσιακών σχέσεων, που είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους όταν ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης διαφώνησε με τον Γιάννη Στουρνάρα, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, στη ΓΣ της ΤτΕ, επί του θέματος της προληπτικής γραμμής στήριξης.
Οι τρεις εκθέσεις, δηλαδή αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΓΠΤΚ και του ΔΝΤ καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα, για την οικονομία και την κυβερνητική πολιτική, με σχεδόν ταυτόσημη ρητορική και διάρθρωση, στα ζητήματα του χρέους, των τραπεζών και της επόμενης ημέρας.
Σύμφωνα με το ΓΠΤΚ:
«Οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς. Συνεπώς θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος»
ενώ όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Γιάννης Στουρνάρας σε συνέντευξή του προ μιας εβδομάδας στους Financial Times:
«Από τη στιγμή που θα είμαστε μόνοι μας, οι αγορές θα έχουν μια αυστηρή προσέγγιση. Θέλουν να δουν πώς θα συμπεριφερθούμε μετά τις 20 Αυγούστου»
ενώ συμπληρώνει:
«Οι επενδυτές θα παρακολουθούν κάθε κίνηση της κυβέρνησης όσον αφορά το θέμα των οικονομικών πολιτικών. Αν νιώθουν ότι υπαναχωρούμε, θα μας γυρίσουν την πλάτη. Αν νιώσουν ότι τιμούμε τις δεσμεύσεις, τότε θα μας δώσουν μια ευκαιρία»
προσθέτει.
Παράλληλα, στην έκθεσή του ΓΠΤΚ φαίνεται να επιβεβαιώνει τις θέσεις του ΔΝΤ για το χρέος, αναγνωρίζοντας αφενός τη μεγάλη σημασία της συμφωνίας του Eurogroup καθώς και τη μακροπρόθεσμη αβεβαιότητα για το χρέος, προτείνοντας παράλληλα εστίαση σε αυτό τον τομέα:
Όμως η πλέον σημαντική εξέλιξη είναι η συμφωνία που επιτεύχθηκε για το χρέος στο Eurogroup στις 22 Ιουνίου 2018. Η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνιστά αποφασιστικό βήμα για την διασφάλιση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη η επέκταση της περιόδου χάριτος, καθώς και η επιμήκυνση του ορίζοντα αποπληρωμής του EFSF για μία δεκαετία χωρίς προϋποθέσεις και ο περιορισμός των αιρεσιμοτήτων μόνο στις επιστροφές των κερδών από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs) και στην κατάργηση του επιτοκιακού περιθωρίου (step-up interest).
Παρόλα αυτά, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η ανάλυση βιωσιμότητας που εμπεριέχεται στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2038 στο βασικό σενάριο, έναν μάλλον εκτεταμένο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είκοσι χρόνων. Το διάστημα αυτό είναι αρκετά μεγάλο, διπλάσιο από εκείνο που καλύπτουν παραδοσιακά οι ασκήσεις βιωσιμότητας χρέους. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του ΔΝΤ ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης.
Το ΔΝΤ στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα του χρέους ανέφερε:
«ένας αριθμός διευθυντών εκτιμά ότι μακροπρόθεσμα αυτά θα μέτρα θα μειώσουν σημαντικά τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες. Πολλοί άλλοι ωστόσο, παρατήρησαν ότι η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα παραμένει αβέβαια και έδωσαν έμφαση στην ανάγκη για ρεαλιστικές παραδοχές για τους στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάπτυξης»
Η ταυτότητα που παρατηρείται σε καίρια σημεία των εκθέσεων αποτελεί στην ουσία έμπρακτη απόδειξη συναντίληψης, η οποία ενισχύει την εμπιστοσύνη και κατευνάζει τις ανησυχίες για αντιστροφή μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομική χαλάρωση.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση, επιδεικνύει την ανεξαρτησία του ΓΠΤΚ και παράλληλα επιχειρεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Μεταξύ άλλων, ο επικεφαλής του ΓΠΤΚ, Φραγκίσκος Κουτεντάκης τόνισε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να σταλούν τα σωστά μηνύματα προς τις αγορές οι οποίες θα αξιολογούν συνεχώς την Ελλάδα και να μην επικρατήσουν τυχόν πολιτικές πιέσεις για αλλαγή κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετική με το θέμα των συντάξεων ο κ. Κουτεντάκης ανέφερε ότι δημοσιονομικά δεν είναι απαραίτητη η μείωσή τους αν και σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει η σχετική συμφωνία με τους δανειστές.
Τα βασικότερα συμπεράσματα της έκθεσης:
«Οι οικονομικές συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές στο δεύτερο τρίμηνο του 2018. Ο ρυθμός μεγέθυνσης είναι θετικός, η απασχόληση και οι αμοιβές της εργασίας αυξάνονται, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σχετικά ισορροπημένο, η εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι εντός στόχων. Λιγότερο ευνοϊκή είναι η εικόνα της ανεργίας που δεν μειώθηκε το πρώτο τρίμηνο και του πληθωρισμού που παραμένει χαμηλός, αν και σε θετικό έδαφος.
Την ίδια περίοδο καταγράφηκαν θετικές εξελίξεις στις μεταβλητές αποθεμάτων: τόσο τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια όσο και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς την εφορία κατέγραψαν μικρή μείωση, ωστόσο οι ληξιπρόθεσμες ασφαλιστικές οφειλές αυξήθηκαν.
Όμως η πλέον σημαντική εξέλιξη είναι η συμφωνία που επιτεύχθηκε για το χρέος στο Eurogroup στις 22 Ιουνίου 2018. Η εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συνιστά αποφασιστικό βήμα για την διασφάλιση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Αποτελεί ιδιαίτερα θετική εξέλιξη η επέκταση της περιόδου χάριτος, καθώς και η επιμήκυνση του ορίζοντα αποπληρωμής του EFSF για μία δεκαετία χωρίς προϋποθέσεις και ο περιορισμός των αιρεσιμοτήτων μόνο στις επιστροφές των κερδών από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων (ANFAs και SMPs) και στην κατάργηση του επιτοκιακού περιθωρίου (step-up interest).
Παρόλα αυτά, η συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup εμπεριέχει ένα στοιχείο αβεβαιότητας όσον αφορά τη διασφάλιση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του χρέους, καθώς αναφέρει ρητά ότι θα ληφθούν πρόσθετα μέτρα εφόσον χρειαστούν μετά το 2032. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η ανάλυση βιωσιμότητας που εμπεριέχεται στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει το χρέος βιώσιμο μέχρι το 2038 στο βασικό σενάριο, έναν μάλλον εκτεταμένο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα είκοσι χρόνων. Το διάστημα αυτό είναι αρκετά μεγάλο, διπλάσιο από εκείνο που καλύπτουν παραδοσιακά οι ασκήσεις βιωσιμότητας χρέους. Ωστόσο, οι μακροπρόθεσμες αμφιβολίες που εκφράζονται στην έκθεση του ΔΝΤ ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις αγορές και να καθυστερήσουν την αναβάθμιση των ελληνικών τίτλων από τους οίκους αξιολόγησης.
Σε συνέχεια της συμφωνίας του Eurogroup της 22ης Ιουνίου η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 11ης Ιουλίου 2018 έθεσε την Ελλάδα σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας με τριμηνιαίους ελέγχους όπως προβλέπεται από το άρθρο 2(1) του κανονισμού 472/2013 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ενισχυμένη εποπτεία σε συνδυασμό με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και το κεφαλαιακό μαξιλάρι των 24,1 δις ευρώ που θα προκύψει μετά την εκταμίευση της τελευταίας δόσης από τον ESM καθώς και η διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας αναμένεται να ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και να διασφαλίσουν τη χρηματοδότηση του Δημόσιου και των ελληνικών επιχειρήσεων από τις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους.
Βραχυπρόθεσμα, οι πρώτοι μήνες που θα ακολουθήσουν την έξοδο από το πρόγραμμα θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι καθώς τα μηνύματα που θα στείλει η κυβέρνηση θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της εγχώριας οικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ύψος των επιτοκίων της αγοράς. Συνεπώς θα πρέπει να περιοριστούν στο ελάχιστο οι κίνδυνοι που προέρχονται από τις πολιτικές πιέσεις που θα ασκηθούν για περισσότερο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και επιβράδυνση εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος. Ειδικά όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική υπενθυμίζουμε ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι από φέτος μέχρι και το 2022 είναι διπλάσιοι από τον περσινό στόχο καθώς και ότι οι στόχοι αυτοί ορίζονται σε όρους πρωτογενούς πλεονάσματος και συνεπώς δεν επηρεάζονται από την ελάφρυνση των χρηματοδοτικών αναγκών που εξασφάλισε η απόφαση ρύθμισης του χρέους. Επισημαίνουμε επίσης ότι οι όποιες κινήσεις εξόδου στις αγορές θα πρέπει να είναι καλοσχεδιασμένες και προσεκτικές, δεδομένων τόσο της ύπαρξης σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεματικών ασφαλείας όσο και των κινδύνων επιδείνωσης του επενδυτικού κλίματος σε περίπτωση σχετικά υψηλών επιτοκίων λόγω αναταραχών στις διεθνείς αγορές.
Θεωρούμε ωστόσο ότι το βάρος της οικονομικής πολιτικής από εδώ και πέρα θα πρέπει να στραφεί στα ζητήματα που καθορίζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η διασφάλιση της ομαλής και με χαμηλό κόστος χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Αυτό θα επιτρέψει την σταδιακή αποκατάσταση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα και αναμένεται να οδηγήσει σε ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως έχουν δείξει διεθνείς μελέτες (π.χ. ΔΝΤ), η απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης οδηγεί σε χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης και πιο αναιμική ανάκαμψη κατά την οποία επηρεάζονται αρνητικά οι επιχειρήσεις, οι κλάδοι και οι δραστηριότητες (π.χ. επενδύσεις) που βασίζονται σε εξωτερική χρηματοδότηση.
Το πλέον βασικό ζητούμενο σε αυτή την κατεύθυνση είναι η συνέχιση της αποκλιμάκωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών που θα τους επιτρέψει να παρέχουν περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία. Επιπρόσθετα, πρέπει επίσης να διασφαλιστεί η πλήρης αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών κονδυλίων, η συνέχιση του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, η διαμόρφωση ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις εγχώριες και ξένες επενδύσεις και η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις στις οποίες υπάρχει δέσμευση των επενδυτών για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου που εκτείνεται σε βάθος χρόνου.