Να προλειάνει το έδαφος ώστε να ανοίξει εκ νέου η συζήτηση για τον προϋπολογισμό της Ιταλίας με νέα δεδομένα και με στόχο την αλλαγή παραμέτρων και ατζέντας επιχειρεί ο υπουργός Οικονομικών της χώρας, λίγες εβδομάδες μετά τη δημόσια αποδοχή των στόχων για μείωση χρέους και ελλείμματος και μετά τις δηλώσεις των δύο ηγετών του κυβερνητικού συνασπισμού που έδειξαν να εξανίστανται έναντι των ασφυκτικών περιθωρίων.
Ο υπουργός Οικονομίας της Ιταλίας, Τζιοβάνι Τρία, δήλωσε σήμερα ότι η χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη αναμένεται να αυξήσει το έλλειμμα της χώρας το 2019 και να επιβραδύνει τη μείωση του δημόσιου χρέους, επαναλαμβάνοντας, ωστόσο, τη δέσμευσή του σε συνετή δημοσιονομική πολιτική.
Ο Τζιοβάνι Τρία δήλωσε ότι η κυβέρνηση εκτιμά πως ο ρυθμός ανάπτυξης φέτος θα διαμορφωθεί στο 1,2%, χαμηλότερα από την προηγούμενη πρόβλεψη για 1,5%. Ο υπουργός αναμένει επίσης μια πτωτική αναθεώρηση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 1% ή 1,1% τον επόμενο χρόνο από την προηγούμενη εκτιμήση για 1,4%.
“Αυτή η επιβράδυνση θα οδηγήσει το έλλειμμα στο 1,2% το 2019”, δήλωσε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Il Sole 24 Ore. Αυτό θα ήταν υψηλότερο από τον στόχο για έλλειμμα στο 0,8% του ΑΕΠ που έθεσε η προηγούμενη κυβέρνηση.
Ο υπουργός πρόσθεσε ότι μια σαφέστερη εκτίμηση για το έλλειμμα θα είναι διαθέσιμη τον Σεπτέμβριο και ότι θα εξαρτηθεί από το κόστος εξυπηρέτησης χρέους και το ποσό των εσόδων ή των περικοπών δαπανών που θα χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση για να αποφύγει μια αύξηση στο φόρο πωλήσεων.
Η επιδείνωση των οικονομικών προβλέψεων θα μπορούσε να θέσει τη νέα αντισυστημική κυβέρνηση σε τροχιά σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που παρακολουθεί τους προϋπολογισμούς των χωρών της ΕΕ.
Ωστόσο ο Τρία δήλωσε ότι όλα τα μεταρρυθμιστικά μέτρα που περιλαμβάνονται στα σχέδια είναι “συμβατά” με τις δεσμεύσεις που έχει η Ιταλία προς την ΕΕ αναφορικά με τα δημόσια οικονομικά της. Δήλωσε ότι η χαμηλότερη ανάπτυξη μπορεί να επιβραδύνει τη μείωση του χρέους της χώρας, αλλά πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση διατηρεί τον στόχο για μείωσή του.
Παρ’ όλα αυτά οι αγορές αναγνωρίζουν διάθεση παρέκκλισης από τα συμφωνηθέντα, γεγονός που αυξάνει το ρίσκο και υποσκάπτει τις αναπτυξιακές προοπτικές, ενώ θέτει τη χώρα σε τροχιά σύγκρουσης με τις Βρυξέλλες και το διευθυντήριο.