Σαφής και ορατός είναι πλέον ο κίνδυνος απώλειας ελέγχου της τουρκικής οικονομίας, καθώς όπως φαίνεται από την αντίδραση των αγορών η κλιμάκωση της κρίσης στις σχέσεις με τις ΗΠΑ μπορεί να θέσει τη χώρα σε μη αναστρέψιμη τροχιά, ενώ ενδείξεις και εξελίξεις συντείνουν σε προετοιμασία για είσοδο της χώρας σε καθεστώς “αναγκαστικής οικονομικής διαχείρισης” προκειμένου να ανακτήσει την εμπιστοσύνη εταίρων, συμμάχων και… αγορών.
Η εικόνα που διαμορφώνεται τρομακτική: Η διολίσθηση της τουρκικής λίρας συνεχίζεται χωρίς όριο, το Χρηματιστήριο επίσης βρίσκεται στο κόκκινο παρά τις προσπάθειες στήριξης, το εξωτερικό χρέος διογκώνεται και ο πληθωρισμός καλπάζει.
Αυτό που πρακτικά δεν κατέστη εφικτό με το αποτυχημένο πραξικόπημα, που εν τέλει έφερε τα αντίθετα ακριβώς από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, καθώς αποτέλεσε την αρχή για νέο κύκλο βίας και ενδυνάμωσης του Ταγίπ Ερντογάν, το επιτυγχάνουν οι αγορές και… αναίμακτα.
Τα πρώτα θύματα οι τράπεζες και ενεργειακές εταιρίες οι οποίες βρίσκονται υπό ασφυκτική πίεση από τους διεθνείς πιστωτές τους, ενώ την ίδια στιγμή η εκτόξευση των επιτοκίων στα τουρκικά ομόλογα δεν επιτρέπει τον δανεισμού του κράτους για στήριξη των επιχειρήσεων.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος πτώσης και από σάρωσης, η ανακοπή του οποίου προϋποθέτει συντονισμένη δράση και διεθνή παρέμβαση, η οποία μπορεί να εκφραστεί στη μορφή της παρέμβασης του ΔΝΤ ή και άλλου αντίστοιχου οργανισμού. Το Crisis Monitor έχει από καιρό επισημάνει την ύπαρξη σχετικών συζητήσεων, οι οποίες φαίνεται τώρα να εντείνονται, καθώς την Πέμπτη μεταβαίνει στην Ουάσιγκτον τουρκική αντιπροσωπεία για την αποκλιμάκωση της έντασης, συζητήσεις οι οποίες όμως θα έχουν ευρύτερο χαρακτήρα και δεν θα περιοριστούν στην πολιτική και διπλωματία…
Συνεπώς, η διακήρυξη της βούλησης για ένταξη της Τουρκίας στις BRICS -με την προσθήκη του T- όπως χαρακτηριστικά είπε ο Ταγίπ Ερντογάν, μόνο τυχαία δεν είναι, αλλά μια έμμεση παραδοχή ότι η χώρα αδυνατεί να βγει από το τούνελ και ότι θα χρειαστεί στήριξη.
Η προσπάθεια να αποτανθεί στις BRICS, όμως, βασίζεται σε μια παραδοχή η οποία όσο περνάει ο καιρός αποδυναμώνεται: αυτή της στήριξης από τον Βλάντιμιρ Πούτιν και της αποδοχής από την Κίνα, στο πλαίσιο της εμπορικής και γεωοικονομικής αντιπαράθεσης που έχουν ήδη με τις ΗΠΑ. Το Πεκίνο όμως, όπως και η Βραζιλία δεν διαθέτουν καθόλου καλές σχέσεις με την Τουρκία, ενώ η Ινδία δεν θα διακινδύνευε τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενώ η διαμάχη με το Πακιστάν παρουσιάζει ενδείξεις κλιμάκωσης.
Συνεπώς η φιλοδοξία του Ταγίπ Ερντογάν για ένταξη στις BRICS δεν συγκεντρώνει ιδιαίτερες πιθανότητες επιτυχίας, τουλάχιστον όχι βραχυχρόνια, ενώ γνωρίζοντας τη γεωπολιτική δυναμική, η διατύπωση δημοσίως ενός τέτοιου αιτήματος αποτελεί απόδειξη της δεινής κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει και όχι φόβητρο προς τη Δύση, όπως επιχείρησε να το παρουσιάσει ο ίδιος και τα media.
Σήμερα το τουρκικό νόμισμα καταγράφει νέα πτώση, με την ισοτιμία στο ιστορικό χαμηλό των 5,14 λιρών ανά δολάριο.
Στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης ο δείκτης BIST σημειώνει πτώση 1,5%, με τις απώλειές του από τις αρχές του έτους να ανέρχονται στο 18,3%. Στο στόχαστρο βρίσκονται τράπεζες, εταιρείες εξαρτημάτων αυτοκινήτων και κατασκευαστικές.
Πριν από λίγες ημέρες οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θέτουν υπό αναθεώρηση το προνομιακό καθεστώς, που επιτρέπει σε μία σειρά τουρκικών προϊόντων ελεύθερη (χωρίς δασμούς δηλαδή) πρόσβαση στην αμερικανική αγορά. Δεν είναι σαφές ακόμη ποιοι τομείς θα πληγούν περισσότερο από την απόφαση αυτή, η οποία επισήμως δεν συνδέεται με την πολιτική αντιπαράθεση για την κράτηση του πάστορα Άντριου Μπράνσον, αλλά ανεπισήμως ερμηνεύεται ως ακόμη ένας ισχυρός μοχλός πίεσης των Αμερικανών.