Στο κεφαλαιακό μαξιλάρι της Ελλάδος προστέθηκαν ήδη τα 15 δισ. ευρώ της τελευταίας δόσης του τρίτου προγράμματος στήριξης, καθώς πριν από λίγο το διοικητικό συμβούλιο του ESM έδωσε το πράσινο φως για την εκταμίευσή τους.
Παράλληλα, ο Κλάους Ρέγκλινγκ έστειλε μήνυμα στην Αθήνα για την επιμονή σε βιώσιμες δημοσιονομικές πολιτικές, προκειμένου να συνεχίσει η ελληνική οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών η δόση θα χρησιμοποιηθεί αφενός ως μαξιλάρι ρευστότητας (9,5 δισ. ευρώ) και αφετέρου για την εξυπηρέτηση χρέους (5,5 δισ. ευρώ). Με αυτή το μαξιλάρι ανεβαίνει σε περίπου 24 δισ. ευρώ και μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για 22 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος.
Όπως έχει επισημανθεί, η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει την αλλαγή χρήσης των κεφαλαίων, με στόχο την αναδιάρθρωση του χρέους, κίνηση η οποία δεν αναμένεται να συναντήσει αντίσταση.
Ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ στη δήλωσή του τονίζει:
«Η τελευταία εκταμίευση και η θετική κατάληξη της τελευταίας αξιολόγησης στέλνουν μήνυμα ότι η Ελλάδα έχει διανύσει μεγάλη απόσταση τα τελευταία τρία χρόνια του προγράμματος του ESM. Η δέσμευση και η σκληρή δουλειά των Ελλήνων αποδίδουν τώρα καρπούς. Η τελική δέσμη μεταρρυθμίσεων από την Ελλάδα περιλάμβανε σημαντικές δράσεις στον τομέα της φορολογικής πολιτικής, της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, της μεταρρύθμισης των δημοσίων εσόδων και της εκκαθάρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων».
Ενώ σε άλλο σκέλος προσθέτει ότι:
«Από το 2012, οι EFSF και ESM έχουν στηρίξει τους Έλληνες στις προσπάθειες τους, προσφέροντας πρωτοφανείς ποσότητες μακροπρόθεσμων δανείων σε πολύ ευνοϊκά επιτόκια. Το τέλος του προγράμματος του ESM στις 20 Αυγούστου θα αποτελέσει ορόσημο για τη χώρα. Η Ελλάδα θα πρέπει τώρα να αποδείξει στους εταίρους της και στις αγορές ότι είναι δεσμευμένη στο να μην ακυρώσει τις μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος και στο να επιδιώξει τις βιώσιμες οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που χρειάζονται μακροπρόθεσμα για να γίνει μια πιο ισχυρή οικονομία που δημιουργεί ανάπτυξη και θέσεις εργασίας».
Μετά από την τελευταία αυτή εκταμίευση η συνολική χρηματοδότηση μέσω ESM φτάνει τα 61,9 δισ. ευρώ από το σύνολο των 86 δισ. Αν προστεθούν τα ποσά που πήρε η χώρα από τον EFSF η στήριξη φτάνει τα 204 δισ. ευρώ.
Σε ότι αφορά την επιμήκυνση των δανείων του ESM απαιτείται έγκριση του Συμβουλίου Διευθυντών του EFSF η οποία σχεδιάζεται για το Σεπτέμβριο. Για την ολοκλήρωση της διαδικασίας θα απαιτηθεί περίπου ένας μήνας.
Όπως επισημαίνει ο ESM, η Ελλάδα μετά τη λήξη του προγράμματος, θα τεθεί σε διαδικασία αυξημένης εποπτείας υπό την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που συνεπάγεται σημαίνει τριμηνιαίες αποστολές στην Ελλάδα για την αξιολόγηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοπιστωτικής κατάστασης και των πολιτικών που έχουν υπάρξει δεσμεύσεις να εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος. Η ενισχυμένη εποπτεία απαιτείται λόγω της μεγάλης ποσότητας των χρημάτων που εκταμιεύτηκαν από EFSF/ESM και την άνευ προηγουμένου ελάφρυνση χρέους. Ο ESM θα συνεργάζεται στενά με την Κομισιόν για την μεταμνημονιακή εποπτεία.
Οι εξηγήσεις του ESM για τα ποσά και το χρέος
Ο ESM δημοσιεύει εν είδη ερωτοαπαντήσεων το χρονικό εκταμιεύσεων και στήριξης της Ελλάδας στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων αναφέροντας ότι:
από τα 61,9 δισ. ευρώ που διατέθηκαν για την Ελλάδα στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος,
τα 36,3 δισ. ευρώ κάλυψαν ανάγκες εξυπηρέτησης χρέους,
8,8 δισ. άλλες χρηματοδοτικές ανάγκες (περιλαμβανομένων 7 δισ. ευρώ για ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του Δημοσίου και 500 εκατ. ευρώ για ανάγκες διαρθρωτικών ταμείων) και
5,4 δισ. ευρώ για στήριξη τραπεζών (εκ των οποίων τα 2 δισ. ευρώ έχουν ήδη επιστραφεί.
Επιπλέον 11,4 δισ. ευρώ χρησιμοποιούνται για το μαξιλάρι ρευστότητας.
Απαντώντας στο γιατί έμεινε αδιάθετο συνολικό ποσό 24,1 δισ. ευρώ από τα 86 δισ. που προβλέπονταν εξηγεί ότι από
τα 25 δισ. ευρώ που αρχικά προβλέπονταν για τις τράπεζες δόθηκαν μόνο τα 5,4 δισ. ευρώ, ενώ υπήρξαν και υψηλότερες του προβλεπόμενου εγχώριες πηγές προσόδων από την ταμειακή διαχείριση του Δημοσίου και τις επαναγορές χρέους. Υπενθυμίζει δε ότι και στα προγράμματα της Πορτογαλίας και της Κύπρου τελικά χρησιμοποιήθηκε μικρότερο ποσό.