Διπλωματική κρίση, μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Καναδά, ξέσπασε επ αφορμής ανησυχιών που εξέφρασε ο Καναδός πρεσβευτής στo Ριάντ για τη σύλληψη ακτιβιστριών που προασπίζονται των δικαιωμάτων των γυναικών στη χώρα, τα αίτια όμως φαίνεται να είναι βαθύτερα και οι απολήξεις ευρύτερες.
Η Σαουδική Αραβία, ανακοίνωσε την απέλαση του πρεσβευτή τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας και την ανάκληση του δικού της πρεσβευτή στην Οτάβα για διαβουλεύσεις, παγώνοντας παράλληλα εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις, ενώ διαμήνυσε ότι δεν επιτρέπει σε κανέναν παρεμβάσεις στις «εσωτερικές υποθέσεις» της χώρας ή υποδείξεις.
Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως προσπάθεια του διαδόχου του στέμματος να αποδείξει την ισχυρή πυγμή του, σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση η κίνηση έχει προεκτάσεις που δεν δικαιολογούνται από μια πολιτικού τύπου αντιπαράθεση, καθώς το πάγωμα εμπορικών και επενδυτικών σχέσεων θεωρείται διεθνώς ακραίο μέτρο.
Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο διάδοχος του θρόνου διατηρεί πολύ στενές σχέσεις με τον Ντόναλντ Τραμπ, στις οποίες αποδίδεται η προσπάθεια ανατροπής του status quo στη Μέση Ανατολή, με τον περιορισμό της επιρροής του Ιράν και της Χεζμπολάχ, την ιστορική προσέγγιση της Σ. Αραβίας με το Ισραήλ (άνοιγμα εναέριου χώρου), το εμπάργκο στο Κατάρ και η παρέμβαση στα εσωτερικά του Λιβάνου και της Παλαιστίνης στην κατεύθυνση του αμερικανικού δόγματος.
Ως εκ τούτου, η Σαουδική Αραβία φαίνεται ότι στέλνει διεθνώς υπόκωφο μήνυμα ότι συντάσσεται, με ενεργό ρόλο, και στο εμπορικό μέτωπο του Ντόναλντ Τραμπ, κάτι που συνιστά την εισαγωγή της έννοιας του πολέμου-δια αντιπροσώπου (proxy war) και στο εμπόριο και μάλιστα εμπλέκοντας διαφορετικές ηπείρους!
Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποιεί τη Μέση Ανατολή ως μοχλό πίεσης για την επίτευξη εμπορικών συμφωνιών ή την ανατροπή άλλων, καθώς επιβάλλοντας κυρώσεις στο Ιράν, επιχειρεί να πιέσει την Ευρώπη, που απολαμβάνει τα περισσότερα οφέλη από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα.
Οι επενδύσεις της Σαουδικής Αραβίας στον Καναδά περιλαμβάνουν την G3 Global Holdings Ltd., μια κοινοπραξία μεταξύ της Bunge Ltd. και της Saudi Agricultural & Livestock Investment Co., η οποία αγόρασε την πρώην Συμβούλιο Καναδικών Σιτηρών το 2015. Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, η Σαουδική Αραβία έχει επενδύσει περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια σε καναδικές επιχειρήσεις.
Τανκς, τεθωρακισμένα οχήματα, ανταλλακτικά και μηχανοκίνητα οχήματα αντιπροσώπευαν περίπου το 45% των εξαγωγών του Καναδά το 2016 στη Σαουδική Αραβία, ενώ το αργό πετρέλαιο και ο χαλκός αποτελούσαν περίπου το 98% των εισαγωγών, σύμφωνα με κυβερνητική έκθεση. Η Σαουδική Αραβία προμηθεύει πετρέλαιο στο διυλιστήριο του Irving στο Saint John, New Brunswick.
Το ιστορικό της προδιαγεγραμμένης σύγκρουσης
Ο Καναδός πρεσβευτής, που είχε εκφράσει σε ανακοίνωσή του «έντονη ανησυχία» για τις συλλήψεις ακτιβιστών, έχει στη διάθεσή του 24 ώρες για να εγκαταλείψει τη χώρα. «Προτρέπουμε τις σαουδαραβικές αρχές να τους απελευθερώσουν αμέσως, όπως και όλους τους άλλους ειρηνικούς ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα» ανέφερε σε ανάρτησή του στο Twitter.
H απάντηση του Ριάντ ήταν άμεση. «Είναι πολύ λυπηρό το γεγονός ότι οι λέξεις “άμεση απελευθέρωση” συμπεριλήφθηκαν στην καναδική ανακοίνωση. Αυτό είναι απαράδεκτο στις σχέσεις μεταξύ δύο χωρών» ανέφερε το σαουδαραβικό υπουργείο Εξωτερικών.
Μεταξύ των συλληφθέντων είναι και η Σαμάρ Μπαντάουι, γνωστή ακτιβίστρια υπέρ της ισότητας των δύο φύλων, η οποία κρατείται από την περασμένη εβδομάδα μαζί με τη συναγωνίστριά της Νασίμα αλ Σάνταχ. Οι δύο γυναίκες ζητούσαν την κατάργηση του καθεστώτος «κηδεμονίας» των γυναικών, βάσει του οποίου οι γυναίκες πρέεπι να έχουν την άδεια ανδρών της οικογένειας για να σπουδάσουν, να ταξιδέψουν ή να παντρευτούν.
Η Μπαντάουι είχε λάβει το 2012 το Διεθνές Βραβείο Γυναικείου Θάρρους, το οποίο απονέμει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ύστερα από απελευθέρωση του αδελφού της, του Ράιφ αλ Μπαντάουι, αντιφρονούντα μπλόγκερ, και του Ουάλιντ Αμπού αλ Χάιρ, πρώην συζύγου της. Η σύζυγος του Ράιφ αλ Μπαντάουι, η Ενσάφ Χαϊντάρ, ζει στον Καναδά και πρόσφατα έλαβε την καναδική υπηκοότητα.
Είχαν προηγηθεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα συλλήψεις δέκα γυναικών, οι οποίες κατηγορήθηκαν ότι αποπειράθηκαν να πλήξουν την εθνική ασφάλεια και ότι συνεργάστηκαν με εχθρούς του κράτους. Ορισμένες εξ αυτών έχουν έκτοτε αφεθεί ελεύθερες.