Ορατά ακόμα και δια γυμνού οφθαλμού αρχίζουν να γίνονται τα αποτελέσματα διεργασιών στο χώρο των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των κατασκευών καθώς αλλάζει εκ βάθρων το τοπίο, χωρίς ωστόσο να είναι ακόμα εφικτός ο εξαντλητικός προσδιορισμός των δυνάμεων που επέδρασαν σε αυτές και οι προεκτάσεις που έχουν σε άλλους τομείς.
Καθώς οι διεργασίες βρίσκονται ακόμα εν εξελίξει και το τοπίο κάθε άλλο από σταθερό μπορεί να χαρακτηριστεί. Συνεπώς η εξαγωγή συμπερασμάτων μπορεί να είναι πρώιμη, οι ενδείξεις όμως προσφέρουν στοιχεία για να επιχειρηθούν οι συνδέσεις και να διαμορφωθεί το κάδρο.
Η μάχη ηγεσίας και εν τέλει η ανατροπή στη διοίκηση της Ελλάκτωρ είναι ίσως η κορυφαία στιγμή του τελευταίου έτους στις επιχειρήσεις καθώς εκθρονίζεται η οικογένεια Μπόμπολα που διατηρούσε τα ηνία στον κατασκευαστικό κλάδο από τις αρχές της δεκαετίας του 90. Σε προγενέστερο χρόνο και θέλοντας να διατηρήσει τις κατασκευαστικές δραστηριότητες, ο Γιώργος Μπόμπολας αποχώρησε από τα media πουλώντας σε κομμάτια την Πήγασος και εγκαταλείποντας το Mega, τομέα όπου επίσης διέθετε σημαντική παρουσία και καταλυτική επιρροή επί τρεις δεκαετίες.
Η αποχώρηση της οικογένειας Μπόμπολα μετά τον Σταύρο Ψυχάρη διαμόρφωσε ένα εντελώς νέο τοπίο καθώς τα ηνία έλαβαν οι επιχειρηματίες Μαρινάκης, Σαββίδης και Μάρης, οι οποίοι δεν διαθέτουν σχέσεις με τις κατασκευαστικές και οι συναλλαγές τους με το Δημόσιο -εκτός των media- είναι περιορισμένες.
Οι τελευταίες εξελίξεις επισφραγίζουν στην πλήρη αποσυσχέτιση των media από τις κατασκευαστικές και δει από τα Δημόσια Έργα, κλάδοι που είχαν πολυεπίπεδες και ισχυρές συμπλέξεις και είχαν συχνά στοχοποιηθεί από κυβερνήσεις και πολιτικό προσωπικό για την ιδιοτελή παρεμβατικότητα που ασκούσαν, καθοδηγώντας πολλές φορές τις εξελίξεις.
Η δυναμική που αναπτύχθηκε από τη χρεοκοπία του Mega (Μπόμπολας, Ψυχάρης, Βαρδινογιάννης) και την κατάρρευση του ΔΟΛ (Ψυχάρης), μετά την αποκόλληση από τον ομφάλιο χρηματοδοτικό λώρο των τραπεζών, φαίνεται ότι ολοκληρώνεται με την αποχώρηση και του έτερου μεγάλου παίχτη και συμμέτοχου στον Τηλέτυπο (Mega) του Μπόμπολα, ο οποίος είχε νωρίτερα διακόψει όλες τις εκδοτικές του δραστηριότητες (Πήγασος).
Έτσι μετά την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του σκηνικού στα media, που επιβλήθηκε λόγω της σκλήρυνσης της στάσης των τραπεζών και της ελαχιστοποίησης της κυβερνητικής ανοχής απέναντι στους εκδότες, ανατρέπονται εδραιωμένες ισορροπίες δεκαετιών στις κατασκευαστικές και τα δημόσια έργα.
Ο κλάδος των κατασκευαστικών-δημοσίων έργων έχει επίσης επαναπροσδιοριστεί ως προς το παραγωγικό αντικείμενο, καθώς η κρίση ελαχιστοποίησε τις δαπάνες για έργα υποδομής στην Ελλάδα, αναγκάζοντας τους μεγάλους ομίλους να στραφούν στο εξωτερικό (Βαλκάνια και Μέση Ανατολή). Παράλληλα, η αναζήτηση πρόσθετης ρευστότητας και μεγαλύτερων περιθωρίων κέρδους οδήγησε σε άνοιγμα και στην αγορά ενέργειας, η οποία τώρα απελευθερώνεται και αναμένεται να πρωταγωνιστήσει τα προσεχή χρόνια, καθώς η ΔΕΗ απελευθερώνει μερίδιο αγοράς.
Οι εξελίξεις αυτές, προσεγγίζονταν έως τώρα αποσπασματικά και επιλεκτικά από τον Τύπο, ενώ κυβέρνηση και πολιτικό σύστημα είχαν επίσης αποτραβηχτεί, θέλοντας να προστατευθούν από ενδεχόμενες εκρήξεις, όπως αυτές που εκδηλώθηκαν στη βίαιη -αρχικά- αναδιάταξη στα media.
Καταλυτικός όμως αποδεικνύεται σε ολόκληρο το φάσμα των αλλαγών-ανατροπών ο ρόλος των τραπεζών, καθώς ήταν αυτές που δια των αποφάσεών τους, της ενεργητικής ή και παθητικής παρουσίας τους, ακόμα και δια της απουσίας τους καθόρισαν τις εξελίξεις.
Δεδομένου ότι οι τράπεζες βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ΤΧΣ και κατ επέκταση του ESM, τελώντας υπό την ασφυκτική εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και του SSM, τα χέρια των τραπεζιτών ήταν δεμένα. Μέσω όμως του ίδιου μηχανισμού μπορούσε να ασκηθεί και κυβερνητική επιρροή, ενώ διασφαλίζεται και η διεξοδική ενημέρωση της αντιπολίτευσης. Ο βαθμός και η κατεύθυνσή των παρεμβάσεων και τα αποτελέσματα του πολιτικού μπρα-ντε-φερ δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ασφάλεια σε αυτή τη φάση.
Ενδεικτικό πάντως είναι, ότι στη “ζεστή” ακόμα υπόθεση της Ελλάκτωρ, η πλευρά Μπόμπολα επισήμανε την απουσία των τραπεζών οι οποίες ελέγχουν το 4% της εταιρίας και η ψήφος τους στη Γενική Συνέλευση θα μπορούσε να είχε ανατρέψει το αποτέλεσμα. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο μέτοχος που θεωρεί ότι θα ενισχυόταν από την ψήφο των τραπεζών να προσπαθήσει εγκαίρως να διασφαλίσει την παρουσία τους, κάτι που τελικά δεν κατέστη εφικτό.
Οι τραπεζίτες, από την άλλη πλευρά, δεν συνηθίζουν να αδιαφορούν όταν δάνεια και κτήσεις τους διακυβεύονται, που συνεπάγεται ότι η απουσία τους ήταν πολιτική απόφαση, επιτρέποντας στα funds και τους υπόλοιπους μετόχους να λάβουν τις αποφάσεις. Όπερ σημαίνει ότι η έκβαση μπορούσε να έχει προβλεφθεί σε μεγάλο βαθμό και ως εκ τούτου, τουλάχιστον δεν ενοχλούσε τους τραπεζίτες, το ΤΧΣ και ενδεχομένως την κυβέρνηση.