Το μνημόνιο τελειώνει, η κρίση όμως έχει ακόμα αρκετό δρόμο να διανύσει, καθώς όπως προκύπτει από μια πρόχειρη ανάγνωση των στοιχείων που παρέχει ο ΟΟΣΑ σκιαγραφείται μια εικόνα η οποία δύσκολα μπορεί να μεταβληθεί, καθώς αναδεικνύει μεγέθη που εκφεύγουν της προσοχής.
Η ανεργία και η εισοδηματική ανισότητα (όπως μπορείτε να δείτε στα παρακάτω γραφήματα) είναι δύο βασικές παράμετροι που αντικατοπτρίζουν τη δυναμική της οικονομικής ανάπτυξης και της το εύρος της, όπου -για την ώρα τουλάχιστον- καταγράφεται πρόοδος αλλά μικρή.
Αντιθέτως ανησυχούν πολύ τα στοιχεία για τη συνεχιζόμενη μείωση του πληθυσμού, όχι τόσο λόγω της φυγής στο εξωτερικό (του λεγόμενου brain drain) όσο λόγω της υπογεννητικότητας. Το ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης -η οποία απλά το επιδείνωσε. Σύμφωνα με τις πληθυσμιακές μελέτες, μάλιστα, για να διατηρήσει η Ελλάδα τον πληθυσμό της χρειάζεται 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα, όταν αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 1,4 με πτωτική τάση.
Το πρόβλημα έχει μάλιστα και διαστάσεις εθνικής ασφαλείας, καθώς ο πληθυσμός της Τουρκίας αυξάνεται ραγδαία, ενώ παράλληλα κλιμακώνονται και οι αναθεωρητικές τάσεις.
Ακόμα και να μειωθεί αισθητά η ανεργία προσεγγίζοντας το 10% μέσα στην επόμενη 5ετία, πάλι μακροπρόθεσμα το συνταξιοδοτικό-ασφαλιστικό σύστημα θα συνεχίσει να μην είναι βιώσιμο, καθώς η γήρανση σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα δημιουργούν κοκτέιλ μολότοφ ικανό να τινάξει στον αέρα τα δημόσια οικονομικά, ενώ η απειλή περαιτέρω περικοπών στο κοινωνικό κράτος και τις συντάξεις θα είναι μόνιμη.
Οι συνθήκες αυτές δεν επιτρέπουν, όμως, και την ουσιαστική άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας, δείκτη που επηρεάζει τις οικονομικές προοπτικές και την ελκυστικότητα της χώρας ως καταναλωτική βάση και παραγωγικό δυναμικό.
Αντιστοίχως τα ίδια στοιχεία επιδρούν αρνητικά στις αναπτυξιακές προσδοκίες, άρα και στην προοπτική βιωσιμότητας του Δημοσίου χρέους, καθώς νομοτελειακά τα έσοδα του Δημοσίου θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα εξαιτίας τους, ενώ οι δαπάνες -λόγω της γήρανσης του πληθυσμού- θα αυξηθούν τόσο για το κοινωνικό κράτος όσο και για τις συντάξεις.
Την ίδια στιγμή σε φθίνουσα τροχιά βρίσκεται και το επίπεδο εκπαίδευσης, που πρακτικά συνεπάγεται χαμηλότερου επιπέδου εργατικό δυναμικό, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στην παραγωγή προϊόντων μικρότερης προστιθέμενης αξίας και σε χαμηλότερα εισοδήματα άρα και φόρους.
Συνεπώς, η Ελλάδα για να μπορέσει να πατήσει στα πόδια της δεν χρειάζεται μόνο ανάπτυξη και περισσότερες δουλειές αλλά κυρίως άμεση αντιστροφή του πληθυσμιακού μίγματος.
Μακροπρόθεσμα αυτό θα έρθει μέσω της αύξησης των γεννήσεων, προϋπόθεση για τις οποίες, όμως, είναι η βελτίωση του κοινωνικού κράτους και η αύξηση θέσεων εργασίας και μισθών.
Για να επιτευχθούν όμως αυτά τα δύο προαπαιτούμενα απαιτείται άμεση ενίσχυση του πληθυσμού, η οποία μπορεί να επιτευχθεί:
- αφενός με επαναπατρισμό που έχει αποδειχθεί δύσκολος και
- αφετέρου με την αποδοχή και ενσωμάτωση μεταναστών σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Έτσι θα στηριχθούν τα άμεσα κρατικά έσοδα, άρα και το κοινωνικό κράτος, δημιουργώντας προοπτική ταχύτερης βελτίωσης του ισοζυγίου γεννήσεων. Παράλληλα, με την ενσωμάτωση ατόμων από πρώιμες ηλικίες, ενισχύεται μεσοπρόθεσμα το ισοζύγιο (εργαζομένων-συνταξιούχων) και βελτιώνονται οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές.
Με άλλα λόγια η επιβίωση της Ελλάδας απαιτεί έγκαιρο πληθυσμιακό δανεισμό και μακροπρόθεσμο εμπλουτισμό, διαφορετικά η δυναμική που δημιουργείται από τα προαναφερθέντα γεγονότα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε επικίνδυνες καταστάσεις.