Με τη μεγαλύτερη ληστεία στα χρονικά ισοδυναμεί η συντελεισθείσα αποεπένδυση των αμερικανικών εταιριών από την Ευρώπη το 2017, τάση που όπως προκύπτει διατηρείται ακόμα, υποσκάπτοντας την αναπτυξιακή προοπτική της Ευρώπης και αναγκάζοντας την ΕΚΤ να αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο παράτασης του QE, το οποίο από πνεύμονας της ευρωπαϊκής οικονομίας μετατράπηκε σε αιμοδότης της αμερικανικής.
Όπως είχε προειδοποιήσει εγκαίρως το ΔΝΤ η πολύ πρώιμη έξοδος της Fed από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η αύξηση των επιτοκίων με ταχύ ρυθμό δημιούργησε πόλο υπερσυγκέντρωσης κεφαλαίου προκαλώντας την αφαίμαξη των αναπτυσσόμενων οικονομιών και της Ευρωζώνης.
Από τα στοιχεία για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην ΕΕ το 2017, που η Eurostat έδωσε στη δημοσιότητα την Παρασκευή 13 Ιουλίου, προκύπτει αποεπένδυση αμερικανικών εταιριών ύψους 274 δισ.!, έναντι εισροών 56,4 δισ. το 2016. Από την άλλη πλευρά οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις απέσυραν συνολικά 66 δισ. από τις ΗΠΑ το 2017, έναντι επενδύσεων 76 δισ. το 2016.
Η ροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων προς την Ευρωζώνη ήταν πρακτικά ανύπαρκτη, καθώς υποχώρησε στα 37 δισ. ευρώ το 2017, έναντι 340 δισ. ευρώ το 2016, τάση που υποσκάπτει τις αναπτυξιακές προοπτικές και απειλεί να αποσταθεροποιήσει το τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα του 2017, οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) προς περιοχές εκτός ΕΕ ανήλθαν σε 120 δισ. ευρώ, σημειώνοντας κατακόρυφη πτώση 52,2% από τα 250 δισ. του 2016.
Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι ο εμπορικός πόλεμος που τώρα γίνεται αισθητός από τις δηλώσεις Τραμπ, τους δασμούς και τα πρωτοσέλιδα των media έχει ξεκινήσει από καιρό και ήδη μετράει θύματα και πολύ αίμα…
Η άρδην αυτή αντιστροφή δεν οφείλεται όμως αποκλειστικά στο Trump-effect, το οποίο προφανώς και είχε ρόλο, παράγοντα όμως αποτέλεσε και η πολιτική αυξήσεων στα επιτόκια από τη Fed, τη στιγμή που η ΕΚΤ επιμένει σε αρνητικά επιτόκια τουλάχιστον μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2019. Το έπιτοκιακό gap που δημιουργείται λειτουργεί ως μαγνήτης για τα σταθμευμένα κεφάλαια μεγάλων εταιριών, οι οποίες αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις με το ίδιο ρίσκο.
Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που αποεπενδύθηκαν όμως προέρχεται από ευρωπαϊκό QE, χαμηλότοκες εκδόσεις ομολόγων και φθηνά δάνεια, τα οποία εν συνεχεία διοχετεύθηκαν στις αγορές αμερικανικών χρεογράφων, καταθέσεις και επενδύσεις επί αμερικανικού εδάφους.
Συνεπώς, προκύπτει ότι η ΕΚΤ χρηματοδότησε την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας και ανέλαβε το ρόλο του εξισορροπιστή ρίσκου που εγκατέλειψε η Fed, παρέχοντας μόχλευση και δυνατότητα εξωτερικής χρηματοδότησης.
Η Ευρωπαϊκή οικονομία επωφελήθηκε, από την άλλη πλευρά, σε όρους ανταγωνιστικότητας από την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου, τάση όμως που δεν αρκεί για να καλύψει το κεφαλαιακό κενό που προκλήθηκε καθώς οδηγεί σε υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου στις μεγάλες εξαγωγικές οικονομίες, ενώ εντείνει τις εισοδηματικές διαφορές με το Νότο και το αναπτυξιακό gap εντός της Ευρώπης και της Ευρωζώνης.